εὔθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(15)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔθυμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή ψυχική [[διάθεση]], ο [[ευδιάθετος]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[ευθυμία]], ο [[αστείος]] («εύθυμα [[λόγια]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται σε [[ελαφρά]] [[μέθη]], ο [[κεφάτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γενναίος]] («ἄπιθι, [[τέκνον]] εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις [[ὅλως]]», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαθός]], [[ευμενής]] («[[εὔθυμος]] [[ἄναξ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ίππο) ο [[ζωηρός]], ο [[θυμοειδής]] («εὐθυμότατοι ἵπποι και γοργότατοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔθυμον</i><br />η [[ευθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]]»].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔθυμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή ψυχική [[διάθεση]], ο [[ευδιάθετος]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[ευθυμία]], ο [[αστείος]] («εύθυμα [[λόγια]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται σε [[ελαφρά]] [[μέθη]], ο [[κεφάτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γενναίος]] («ἄπιθι, [[τέκνον]] εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις [[ὅλως]]», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαθός]], [[ευμενής]] («[[εὔθυμος]] [[ἄναξ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ίππο) ο [[ζωηρός]], ο [[θυμοειδής]] («εὐθυμότατοι ἵπποι και γοργότατοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔθυμον</i><br />η [[ευθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔθῡμος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[αγαθός]], [[μεγαλόψυχος]], [[ευμενής]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[φαιδρός]], [[γεμάτος]] [[χαρά]], [[χαρωπός]], [[εύθυμος]], σε Ξεν.· λέγεται για άλογα, [[νευρώδης]], [[ζωηρός]], στον ίδ.· επίρρ. <i>-μως</i>, εύθυμα, φαιδρά, σε Αισχύλ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔθῡμος Medium diacritics: εὔθυμος Low diacritics: εύθυμος Capitals: ΕΥΘΥΜΟΣ
Transliteration A: eúthymos Transliteration B: euthymos Transliteration C: eythymos Beta Code: eu)/qumos

English (LSJ)

ον,

   A kind, generous, ἄναξ Od.14.63.    II cheerful, Democr.174, X.Cyr.6.4.13 (Comp.), Pl.Lg.792b; συμπόσια εὔ. Ion Eleg.1.14; φέρειν γῆρας εὔ. εἰς τελευτάν Pi.O.5.22; of horses, spirited, X.Eq.11.12 (Sup.); τὸ εὔ., = εὐθυμία, Plu.2.1106c, D.C.42.1. Adv. -μως cheerfully, Batr.159, A.Ag. 1592: Comp. -ότερον X.Cyr.2.2.27: Sup. -ότατα ib.3.3.12.

German (Pape)

[Seite 1070] wohlgesinnt, wohlwollend, Od. 14, 63. Gew. gutes Muthes, heiter, fröhlich, γῆρας Pind. Ol. 5, 22, ψυχή Plat. Legg. VII, 797 b; εὐθυμότεροι εἰς τὸν ἀγῶνα ἰέναι, freudigeres Muthes, Xen. Cyr. 6, 4, 13; auch von Pferden, de re equ. 10, 12; τὸ εὔθυμον, der Muth, D. Cass. 42, 1; – εὔθυμόν ἐστιν εὐτυχεῖς ναίειν δόμους, es ist behaglich, angenehm, Aesch. Suppl. 937. – Adv. εὐθύμως, freudig, heiter, κρεουργὸν ἦμαρ εὐθ. ἄγειν Aesch. Ag. 1574; εἰς τὸ χρεὼν ἀπιέναι Plat. Ax. 365 b; mit freudigem Muthe, τοὺς κινδύνους φέρειν Xen. Cyr. 8, 4, 14, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

εὔθῡμος: -ον, ἀγαθός, εὐμενής, ἄναξ Ὀδ. Ξ. 63. II. φαιδρός, πλήρης χαρᾶς, εὔθυμος, Πινδ. Ο. 5. 51, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 13, Πλάτ. Νόμ. 792B· συμπόσιον εὔθ. Ἴων 1. 14 Bgk., πρβλ. ἔκθυμος: - ἐπὶ ἵππων, θυμοειδής, Ξεν. Ἱππ. 11. 12: - τὸ εὔθυμον = εὐθυμία, Πλούτ. 2. 1106C, Δίων Κ. 21. 1 - Ἐπίρρ. -μως, μετ’ εὐθυμίας, φαιδρῶς, Βατραχομ. 159, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1592, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 12. - Συγκρ. -ότερον αὐτόθι 2. 2, 27: Ὑπερθ. -ότατα αὐτόθι 3. 3, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a bon cœur, généreux;
2 qui a bon courage, plein de courage, plein de confiance, d’ardeur ; τὸ εὔθυμον c. εὐθυμία;
Cp. εὐθυμότερος.
Étymologie: εὖ, θυμός.

English (Slater)

εὔθῡμος, -ον
   1 cheerful φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν (O. 5.22)

English (Strong)

from εὖ and θυμός; in fine spirits, i.e. cheerful: of good cheer, the more cheerfully.

English (Thayer)

(εὐθύμως) adverb (Aeschylus, Xenophon, others), cheerfully: L T Tr WH, for εὐθυμότερον the more confidently.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔθυμος, -ον)
1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, ο ευδιάθετος
2. αυτός που προκαλεί ευθυμία, ο αστείος («εύθυμα λόγια»)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται σε ελαφρά μέθη, ο κεφάτος
μσν.
γενναίος («ἄπιθι, τέκνον εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις ὅλως», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
1. αγαθός, ευμενήςεὔθυμος ἄναξ», Ομ. Οδ.)
2. (για ίππο) ο ζωηρός, ο θυμοειδής («εὐθυμότατοι ἵπποι και γοργότατοι», Ξεν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔθυμον
η ευθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θυμός «ψυχή»].

Greek Monotonic

εὔθῡμος: -ον, I. αγαθός, μεγαλόψυχος, ευμενής, σε Ομήρ. Οδ.
II. φαιδρός, γεμάτος χαρά, χαρωπός, εύθυμος, σε Ξεν.· λέγεται για άλογα, νευρώδης, ζωηρός, στον ίδ.· επίρρ. -μως, εύθυμα, φαιδρά, σε Αισχύλ., Ξεν.