τρωτός: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(42) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[τρωτός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός που [[είναι]] δυνατόν να τραυματιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ευπαθής]], [[αδύναμος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρωτό</i><br />[[ελάττωμα]], [[ψεγάδι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τρωτό [[σημείο]]» — το αδύνατο [[σημείο]], η [[αχίλλειος]] [[πτέρνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />πληγωμένος, [[τραυματίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρω</i>- του <i>τι</i>-<i>τρώ</i>-<i>σκω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> τών ρηματ. επιθ.]. | |mltxt=-ή, -ό / [[τρωτός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός που [[είναι]] δυνατόν να τραυματιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ευπαθής]], [[αδύναμος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρωτό</i><br />[[ελάττωμα]], [[ψεγάδι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τρωτό [[σημείο]]» — το αδύνατο [[σημείο]], η [[αχίλλειος]] [[πτέρνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />πληγωμένος, [[τραυματίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρω</i>- του <i>τι</i>-<i>τρώ</i>-<i>σκω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> τών ρηματ. επιθ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρωτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[τιτρώσκω]], αυτός τον οποίο δύναται [[κάποιος]] να τραυματίσει, [[τρωτός]], [[ευπρόσβλητος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A vulnerable, Il.21.568, E.Hel.810, X.An.3.1.23, Eub.107.8, Phld.Sign.38; cf. τρωτός· παθητός (leg. πληκτός), Hsch.; τετρωτος (sic) = vulnerarius, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
τρωτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ τρώω, τιτρώσκω, ὃν δύναταί τις νὰ τρώσῃ, ὁ ὑποκείμενος ἢ ἐκτεθειμένος εἰς τρῶσιν, τρωτὸς χρὼς ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Φ. 568· οὕτω σιδήρῳ τρωτὸν οὐκ ἔχει δέμας; Εὐρ. Ἑλ. 810· οἱ ἄνδρες τρωτοὶ μᾶλλον ἡμῶν Ξεν. Ἀνάβ. 3. 1, 23, Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 8. 2) τετρωμένος, «πληγωμένος», Ἑνετικὰ Σχόλ. Ἰλ. Α. 102.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
vulnérable.
Étymologie: τιτρώσκω.
English (Autenrieth)
vulnerable, Il. 21.568†.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τρωτός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που είναι δυνατόν να τραυματιστεί
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) ευπαθής, αδύναμος
2. το ουδ. ως ουσ. το τρωτό
ελάττωμα, ψεγάδι
3. φρ. «τρωτό σημείο» — το αδύνατο σημείο, η αχίλλειος πτέρνα
αρχ.
πληγωμένος, τραυματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω- του τι-τρώ-σκω + κατάλ. -τος τών ρηματ. επιθ.].
Greek Monotonic
τρωτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τιτρώσκω, αυτός τον οποίο δύναται κάποιος να τραυματίσει, τρωτός, ευπρόσβλητος, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.