στιβαρός: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
(38)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό/ [[στιβαρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει [[σφιχτά]], μυώδη και ισχυρά [[μέλη]], [[ρωμαλέος]], [[δυνατός]] (α. «τον άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια και τον σήκωσε σαν [[φτερό]]» β. «στιβαροὶ βραχίονες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπαγής]], [[συμπυκνωμένος]]<br /><b>2.</b> (για όπλα) [[στερεός]], [[βαρύς]] και [[ογκώδης]] («[[ἔγχος]]... στιβαρόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «στιβαρὰ [[λέξις]]» — συμπυκνωμένο λεκτικό, πολύ στρυφνό ύφος (Δίον. Αλ.)<br />β) «στιβαρώτερος [[λόγος]]» — ογκωδέστερο [[βιβλίο]] <b>(Σωρ.)</b><br />γ) «γυμνάσια στιβαρώτατα» — βιαιότατα γυμνάσια <b>(Άντυλλ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στιβαρώς</i> / <i>στιβαρῶς</i> ΝΜΑ και <i>στιβαρά</i> Ν<br />με στιβαρό τρόπο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[φιλοπονία]], με [[εργατικότητα]] («στιβαρῶς καὶ [[πράως]]», Βασ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ισχυρώς, [[δυνατά]], [[στερεά]] («πύλας... [[πύκα]] στιβαρῶς ἀραρυίας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βαρέως]] («βαρύνων τὸν κλοιὸν αὐτοῡ στιβαρῶς», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> με τρόπο σοβαρό και συνετό («πάσης ὥρας φρόντιζε στιβαρῶς, ὡς Ῥωμαῑος καὶ [[ἄρρην]]», Μάρκ. Αυρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στιβ</i>- του [[στείβω]] «[[πατώ]] με τα πόδια, [[συμπιέζω]]», πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχαϊκού ουδ. <i>στίβ</i>-<i>αρ</i> (<b>πρβλ.</b> [[βριαρός]], [[σθεναρός]]). Η σημ. του επιθ. [[στιβαρός]] «συμπιεσμένος, [[συμπυκνωμένος]], [[συμπαγής]]», από όπου «[[δυνατός]], [[ρωμαλέος]], [[μυώδης]]» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του ρ. [[στείβω]] «[[συσσωρεύω]], [[συμπυκνώνω]], [[συμπιέζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[στείβω]])].
|mltxt=-ή, -ό/ [[στιβαρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει [[σφιχτά]], μυώδη και ισχυρά [[μέλη]], [[ρωμαλέος]], [[δυνατός]] (α. «τον άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια και τον σήκωσε σαν [[φτερό]]» β. «στιβαροὶ βραχίονες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπαγής]], [[συμπυκνωμένος]]<br /><b>2.</b> (για όπλα) [[στερεός]], [[βαρύς]] και [[ογκώδης]] («[[ἔγχος]]... στιβαρόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «στιβαρὰ [[λέξις]]» — συμπυκνωμένο λεκτικό, πολύ στρυφνό ύφος (Δίον. Αλ.)<br />β) «στιβαρώτερος [[λόγος]]» — ογκωδέστερο [[βιβλίο]] <b>(Σωρ.)</b><br />γ) «γυμνάσια στιβαρώτατα» — βιαιότατα γυμνάσια <b>(Άντυλλ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στιβαρώς</i> / <i>στιβαρῶς</i> ΝΜΑ και <i>στιβαρά</i> Ν<br />με στιβαρό τρόπο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[φιλοπονία]], με [[εργατικότητα]] («στιβαρῶς καὶ [[πράως]]», Βασ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ισχυρώς, [[δυνατά]], [[στερεά]] («πύλας... [[πύκα]] στιβαρῶς ἀραρυίας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βαρέως]] («βαρύνων τὸν κλοιὸν αὐτοῡ στιβαρῶς», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> με τρόπο σοβαρό και συνετό («πάσης ὥρας φρόντιζε στιβαρῶς, ὡς Ῥωμαῑος καὶ [[ἄρρην]]», Μάρκ. Αυρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στιβ</i>- του [[στείβω]] «[[πατώ]] με τα πόδια, [[συμπιέζω]]», πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχαϊκού ουδ. <i>στίβ</i>-<i>αρ</i> (<b>πρβλ.</b> [[βριαρός]], [[σθεναρός]]). Η σημ. του επιθ. [[στιβαρός]] «συμπιεσμένος, [[συμπυκνωμένος]], [[συμπαγής]]», από όπου «[[δυνατός]], [[ρωμαλέος]], [[μυώδης]]» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του ρ. [[στείβω]] «[[συσσωρεύω]], [[συμπυκνώνω]], [[συμπιέζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[στείβω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στῐβᾰρός:''' -ά, -όν ([[στείβω]]), [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[ρωμαλέος]], [[εύρωστος]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐβᾰρός Medium diacritics: στιβαρός Low diacritics: στιβαρός Capitals: ΣΤΙΒΑΡΟΣ
Transliteration A: stibarós Transliteration B: stibaros Transliteration C: stivaros Beta Code: stibaro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A strong, stout, sturdy, freq. in Hom. and Hes., of men's limbs, ὦμος, αὐχήν, βραχίονες, Il.5.400, 18.415, Od.18.69; χείρ 8.189; μέλεα Hes.Sc.76; πλευραί Pi.Fr.111; of weapons, ἔγχος, σάκος, Il.5.746, 3.335, etc.; δίσκος -ώτερος more massy, Od. 8.187; later, of persons, σ. τις καὶ καρτερά Ar.Th.639; σ. τὸ σῶμα J.BJ6.2.8; σ. τῇ γλώσσῃ LXX Ez.3.6; μοῖρα σ. Epigr. ap. Paus.10.12.6; εὐεπίη (of Aeschylus) AP7.39 (Antip.Thess.); ἀπειλά Hymm.Is. 170; λέξις D.H.Th.24, cf. Comp.22; -ώτερος λόγος a bulkier book, Sor.1.2; γυμνάσια -ώτερα, -ώτατα, more (most) violent, Antyll. ap. Orib.6.21.4, 6.35.2. Adv., πύλαι . . πύκα -ρῶς ἀραρυῖαι gates close shut, Il.12.454; βαρύνων τὸν κλοιὸν σ. LXX Hb.2.6; φρόντιζε σ. M.Ant.2.5. (Prob. cogn. with στείβω.)

German (Pape)

[Seite 942] eigtl. dicht zusammengedrängt, gedrungen, derb u. kräftig; oft Hom. u. Hes.; von gedrungenen, starkmuskeligen, kräftigen Gliedern: ὦμος, Il. 5, 400; αὐχήν, 18, 415, βραχίονες, Od. 18, 69; χείρ, Il. 13, 505; öfters χερσὶ στιβαρῇσιν, wie z. B. 12, 397; von festen harten Waffen: ἔγχος, 5, 746 u. öfter; σάκος, 3, 335 u. sonst; δίσκον στιβαρώτερον οὐκ ὀλίγον περ, Od. 8, 187; u. adv., πύλας πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας, Il. 12, 454, fest, dicht zusammengefügt; – πέλεκυς, Philp. 15 (VI, 103); von Menschen, στιβαρά τις φαίνε ται καὶ καρτερά, Ar. Thesm. 639; auch in sp. Prosa, λέξις, gedrungener Stil, D. Hal. iud. de Thuc. 24, 1; στιβαρῶς φροντίζειν, M. Ant. 8, 5.

Greek (Liddell-Scott)

στῐβᾰρός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.) ἰσχυρός, δυνατός, ῥωμαλέος, ἀκμαῖος, συχν. παρ᾿ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἐπί τε τῶν μελῶν τοῦ ἀνδρικοῦ σώματος, ὦμος, αὐχήν, βραχίονες Ἰλ. Ε. 400, Σ. 415, Ὀδ. Σ. 68· μέλεα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 76· οὕτω, στ. πλευραὶ Πινδ. Ἀποσπ. 77· καὶ ἐπὶ ὅπλων, ἔγχος, σάκος Ἰλ. Ε. 746, Γ. 335, κτλ.· δίσκος στιβαρώτερος, βαρύτερος, ὀγκωδέστερος, Ὀδ. Θ. 187· ― μετέπειτα ἐπὶ προσώπων, στ. τις καὶ καρτερὰ Ἀριστοφ. Θεσμ. 639· στ. τὸ σώμα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 2, 8· στ. τῇ γλώσσῃ Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Γ΄, 6)· μοῖρα στ. Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 101· εὐεπίῃ (ἐπὶ τοῦ Αἰσχύλου) Ἀνθ. Π. 7. 39· λέξις Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. ― Ἐπίρρ., πύκα στιβαρῶς ἀραρυῖαι .. πύλαι, καλῶς, στενῶς κεκλεισμέναι, Ἰλ. Μ. 454· στ. φρόντιζε Μᾶρκ. Ἀντων. 2. 5. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΣΤΙΒ, στείβω, ὥστε ἡ πρώτη σημασ. ἦτο: συμπαγής, στερεός· συγγενὲς τῇ √ΣΤΙΦ, στιφρός, πιθανῶς δὲ καὶ τῇ √ΣΤΥΦ, στυφελός).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
foulé, serré, compact ; grand et gros, fort, robuste;
Cp. στιβαρώτερος.
Étymologie: R. Στιβ, fouler ; v. στείβω.

English (Autenrieth)

(στείβω), comp. στιβαρώτερος: close-pressed, trodden firm, firm, compact, strong, of limbs, weapons.— Adv., στιβαρῶς, Il. 12.454.

English (Slater)

στῐβᾰρός
   1 stout πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς fr. 111. 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό/ στιβαρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
(για πρόσ.) αυτός που έχει σφιχτά, μυώδη και ισχυρά μέλη, ρωμαλέος, δυνατός (α. «τον άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια και τον σήκωσε σαν φτερό» β. «στιβαροὶ βραχίονες», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. συμπαγής, συμπυκνωμένος
2. (για όπλα) στερεός, βαρύς και ογκώδηςἔγχος... στιβαρόν», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. α) «στιβαρὰ λέξις» — συμπυκνωμένο λεκτικό, πολύ στρυφνό ύφος (Δίον. Αλ.)
β) «στιβαρώτερος λόγος» — ογκωδέστερο βιβλίο (Σωρ.)
γ) «γυμνάσια στιβαρώτατα» — βιαιότατα γυμνάσια (Άντυλλ.).
επίρρ...
στιβαρώς / στιβαρῶς ΝΜΑ και στιβαρά Ν
με στιβαρό τρόπο
μσν.-αρχ.
με φιλοπονία, με εργατικότητα («στιβαρῶς καὶ πράως», Βασ.)
αρχ.
1. ισχυρώς, δυνατά, στερεά («πύλας... πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας», Ομ. Ιλ.)
2. βαρέως («βαρύνων τὸν κλοιὸν αὐτοῡ στιβαρῶς», ΠΔ)
3. μτφ. με τρόπο σοβαρό και συνετό («πάσης ὥρας φρόντιζε στιβαρῶς, ὡς Ῥωμαῑος καὶ ἄρρην», Μάρκ. Αυρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ- του στείβω «πατώ με τα πόδια, συμπιέζω», πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχαϊκού ουδ. στίβ-αρ (πρβλ. βριαρός, σθεναρός). Η σημ. του επιθ. στιβαρός «συμπιεσμένος, συμπυκνωμένος, συμπαγής», από όπου «δυνατός, ρωμαλέος, μυώδης» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του ρ. στείβω «συσσωρεύω, συμπυκνώνω, συμπιέζω» (βλ. λ. στείβω)].

Greek Monotonic

στῐβᾰρός: -ά, -όν (στείβω), ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος, εύρωστος, σε Όμηρ., Ησίοδ.