μετοίχομαι: Difference between revisions
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
(25) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετοίχομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] να βρω κάποιον ή [[πηγαίνω]] να προσκαλέσω ή να πάρω κάποιον [[μαζί]] μου<br /><b>2.</b> [[επιζητώ]] ή [[επιδιώκω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[ορμώ]], επιτίθεμαι, [[καταδιώκω]]<br /><b>4.</b> [[διέρχομαι]], [[περνώ]]<br /><b>5.</b> [[φεύγω]] συνοδευόμενος από κάποιον<br /><b>6.</b> [[αναχωρώ]] από έναν [[τόπο]] για να πάω σε άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἴχομαι]] «[[φεύγω]], [[αναχωρώ]]»]. | |mltxt=[[μετοίχομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] να βρω κάποιον ή [[πηγαίνω]] να προσκαλέσω ή να πάρω κάποιον [[μαζί]] μου<br /><b>2.</b> [[επιζητώ]] ή [[επιδιώκω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[ορμώ]], επιτίθεμαι, [[καταδιώκω]]<br /><b>4.</b> [[διέρχομαι]], [[περνώ]]<br /><b>5.</b> [[φεύγω]] συνοδευόμενος από κάποιον<br /><b>6.</b> [[αναχωρώ]] από έναν [[τόπο]] για να πάω σε άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἴχομαι]] «[[φεύγω]], [[αναχωρώ]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετοίχομαι:''' μέλ. <i>-οιχήσομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> αποθ., έχω [[πάρει]] στο κατόπι, έχω [[πάει]] προς [[αναζήτηση]], με αιτ. προσ., σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., [[αναζητώ]], [[επιδιώκω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με εχθρική [[πρόθεση]], [[καταδιώκω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> έχω [[πάει]] [[ανάμεσα]] ή [[διά]] μέσου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> έχω [[πάει]] μαζί με, στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A go after, go in quest of, τούσδε μετοιχόμενος Il.10.111; κῆρυξ δὲ μετῴχετο θεῖον ἀοιδόν Od.8.47: c. acc. rei, = μετέρχομαι IV.3, καθαρμόν E.IT1332. 2 with hostile intent, rush upon, pursue, ὁ δ' Ἄβαντα μετῴχετο Il.5.148. 3 go among or through, ἀνὰ ἄστυ Od.8.7 (or in signf. 1). 4 follow behind, τίς τοι . . μετοιχομένη φάος οἴσει; 19.24.
German (Pape)
[Seite 161] (s. οἴχομαι), weg- u. anderswohin gehen, Ap. Rh. 4, 758; nach Einem gehen, um ihn zu holen, κήρυξ δὲ μετῴχετο θεῖον ἀοιδόν, Od. 8, 47, vgl. Il. 10, 111; ähnlich καθαρμὸν ὃν μετοίχομαι, Eur. I. T. 1332; auch im feindlichen Sinne, verfolgen, τινά, Il. 5, 148; – zwischen hin-, durchgehen, ἀνὰ ἄστυ, Od. 8, 7; – mitgehen, absolut, Od. 19, 24.
Greek (Liddell-Scott)
μετοίχομαι: μέλλ. -οιχήσομαι· ἀποθ.· - ἀπέρχομαι πρὸς ἀναζήτησίν τινος, ὅπως καλέσω ἢ ἀγάγω αὐτόν, τούσδε μετοιχόμενος Ἰλ. Κ. 111· κῆρυξ δὲ μετῴχετο θεῖον ἀοιδὸν Ὀδ. Θ. 47· μετ’ αἰτ. πράγμ., ζητῶ τι, Εὐρ. Ι. Τ. 1332. 2) μετὰ ἐχθρικοῦ σκοποῦ, ὁρμῶ, ἐφορμῶ, ἐπιτίθεμαι, καταδιώκω, ὁ δ’ Ἄβαντα μετῴχετο Ἰλ. Ε. 148. 3) διέρχομαι…, ἀνὰ ἄστυ Ὀδ. Θ. 7. 4) ἀπέρχομαι μετά τινος, τίς τοι... μετοιχομένη φάος οἴσει; Τ. 24.
French (Bailly abrégé)
impf. μετῳκόμην;
1 aller au milieu de, à travers;
2 aller avec, accompagner;
3 aller vers, aller trouver, aborder ; avec idée d’hostilité poursuivre.
Étymologie: μετά, οἴχομαι.
English (Autenrieth)
imp. μετοίχεο, part. μετοιχόμενος, ipf. μετῴχετο: go away with or after, in friendly or hostile sense, Od. 19.24, Od. 8.47, Il. 5.148.
Greek Monolingual
μετοίχομαι (Α)
1. πηγαίνω να βρω κάποιον ή πηγαίνω να προσκαλέσω ή να πάρω κάποιον μαζί μου
2. επιζητώ ή επιδιώκω κάτι
3. ορμώ, επιτίθεμαι, καταδιώκω
4. διέρχομαι, περνώ
5. φεύγω συνοδευόμενος από κάποιον
6. αναχωρώ από έναν τόπο για να πάω σε άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + οἴχομαι «φεύγω, αναχωρώ»].
Greek Monotonic
μετοίχομαι: μέλ. -οιχήσομαι,
1. αποθ., έχω πάρει στο κατόπι, έχω πάει προς αναζήτηση, με αιτ. προσ., σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., αναζητώ, επιδιώκω, σε Ευρ.
2. με εχθρική πρόθεση, καταδιώκω, σε Ομήρ. Ιλ.
3. έχω πάει ανάμεσα ή διά μέσου, σε Ομήρ. Οδ.
4. έχω πάει μαζί με, στο ίδ.