βαΰζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και βαγύζω (AM [[βαΰζω]], Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω)<br /><b>1.</b> (για [[σκύλο]]) γαυγίζω<br /><b>2.</b> (για άνθρωπο) [[βρίζω]], [[ουρλιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλαίω]] σαν μικρό [[παιδί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θρηνώ]] με κραυγές κάποιον, [[σκούζω]]<br /><b>2.</b> [[απειλώ]] κεκαλυμμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[ρηματικός]] [[σχηματισμός]] που προήλθε από το ονοματοποιημένο <i>βαυ βαυ</i>, που μιμείται το γαύγισμα του σκύλου (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>baubor</i> «γαυγίζω», λιθ. <i>ba</i><i>ū</i><i>bti</i> «[[μουγγρίζω]]»). Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εάν τα <i>βαϋζω</i> και [[υλακτώ]] ταυτίζονται σημασιολογικά, αν και το <i>βαϋζω</i> έχει περισσότερο τη [[σημασία]] «[[γρυλλίζω]]»].
|mltxt=και βαγύζω (AM [[βαΰζω]], Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω)<br /><b>1.</b> (για [[σκύλο]]) γαυγίζω<br /><b>2.</b> (για άνθρωπο) [[βρίζω]], [[ουρλιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλαίω]] σαν μικρό [[παιδί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θρηνώ]] με κραυγές κάποιον, [[σκούζω]]<br /><b>2.</b> [[απειλώ]] κεκαλυμμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[ρηματικός]] [[σχηματισμός]] που προήλθε από το ονοματοποιημένο <i>βαυ βαυ</i>, που μιμείται το γαύγισμα του σκύλου (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>baubor</i> «γαυγίζω», λιθ. <i>ba</i><i>ū</i><i>bti</i> «[[μουγγρίζω]]»). Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εάν τα <i>βαϋζω</i> και [[υλακτώ]] ταυτίζονται σημασιολογικά, αν και το <i>βαϋζω</i> έχει περισσότερο τη [[σημασία]] «[[γρυλλίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰΰζω:''' Δωρ. βαΰσδω, μόνο στον ενεστ.· [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[κραυγάζω]], <i>βαὰβαά</i>, [[γαβγίζω]], σε Θεόκρ.· λέγεται για θυμωμένους ανθρώπους, [[βρίζω]], [[ουρλιάζω]], σε Αισχύλ.· μτβ., [[θρηνώ]] ηχηρά, <i>τινά</i>, στον ίδ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰΰζω Medium diacritics: βαΰζω Low diacritics: βαΰζω Capitals: ΒΑΫΖΩ
Transliteration A: baǘzō Transliteration B: bauzō Transliteration C: vayzo Beta Code: bau/+zw

English (LSJ)

(βαύζω disyll. Lyc.1453 is

   A f.l. for βάζω), Dor. βαΰσδω, onomatop. word, cry βαύ βαύ, bark, Theoc.6.10; of angry persons, snarl, yelp, παῦσαι βαΰζων Ar.Th.173, cf. 805; τάδε σῖγά τις βαΰζει thus they snarl in secret, A.Ag.449 (lyr.); οἷ' ἄττα β. Cratin.6.    II trans., shriek aloud for, τινά A.Pers.13; of dogs, bark at, τινά Heraclit.97 codd.

German (Pape)

[Seite 439] fut. βαΰξω (onomatopoetisch, bau bau rufen), 1) bellen, βαύξας (nicht βαΰξας) Sophron bei Tzetz. zu Lycophr. 77; βαΰσδω Theocr. 6, 10; Sp. Vgl. Schol. Il. 22, 69; τινά, anbellen, Plut. an seni. 12. – 2) schreien, schmähen, Ar. Th. 173, was 895 durch den Zusatz ψόγῳ βάλλειν erklärt wird; laut fordern, ἄνδρα βαΰζει Aesch. Pers. 13; beklagen, τάδε Ag. 437; Cratin. Ath. IV, 164 e.

Greek (Liddell-Scott)

βαΰζω: Δωρ. βαΰσδω, ὠνοματοπ. λέξις ὡς τὸ Λατ. baubor, κραυγάζω, βαά, βαά, ὑλακτῶ, γαυγύζω, Ἡράκλειτ. παρὰ Πλουτ. 2. 787C, Θεόκρ. 6. 10· ἐπὶ ὠργισμένων ἀνθρώπων, φωνάζω δυνατά, ὑβρίζω, «οὐρλιάζω», παῦσαι βαΰζων Ἀριστοφ. Θεσμ. 173, πρβλ. 895· τάδε σῖγά τις βαΰζει, κρυφίως ἀπειλεῖ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 449· οὕτως, οἷ’ ἄττα β. Κρατῖν. Ἀρχιλ. 3· βαύξας (δισύλλ.) Ἰαμβ. τρίμ. ἐν Τζέτζ Σχολ. εἰς Λυκ. 77. ΙΙ. μεταβ., ὀλοφύρομαι, θρηνῶ, τινὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 13 (ἔνθα ὁ Herm. μεταβάλλει οὕτως, ὥστε νὰ τὸ καταστήσῃ ἀμετάβατον). Πρβλ. δυσβάϋκτος.

French (Bailly abrégé)

1 aboyer;
2 grogner, gronder : β. τι ESCHL murmurer qch en grondant;
3 demander à grands cris τινα qqn.
Étymologie: βαύ.

Spanish (DGE)

(βᾰΰζω) • Alolema(s): βαύζω Lyc.1453; dór. βαΰσδω Theoc.6.10
1 ladrar Heraclit.B 97 (cód.), Theoc.l.c., Tz.ad Lyc.77.
2 de pers. gritar, aullar c. ac. int. νέον δ' ἄνδρα βαΰζει A.Pers.13, c. εἰς y ac. εἰς νάπας δασπλήτιδας βαύζω Lyc.l.c.
murmurar τάδε σῖγά τις βαΰζει A.A.449
gruñir παῦσαι βαΰζων Ar.Th.173, cf. 895, οἷ' ἄττα βαΰζει Cratin.6.

• Etimología: Formación de origen onomat. a partir de βαύ.

Greek Monolingual

και βαγύζω (AM βαΰζω, Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω)
1. (για σκύλο) γαυγίζω
2. (για άνθρωπο) βρίζω, ουρλιάζω
νεοελλ.
κλαίω σαν μικρό παιδί
αρχ.
1. θρηνώ με κραυγές κάποιον, σκούζω
2. απειλώ κεκαλυμμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ρηματικός σχηματισμός που προήλθε από το ονοματοποιημένο βαυ βαυ, που μιμείται το γαύγισμα του σκύλου (πρβλ. λατ. baubor «γαυγίζω», λιθ. baūbti «μουγγρίζω»). Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εάν τα βαϋζω και υλακτώ ταυτίζονται σημασιολογικά, αν και το βαϋζω έχει περισσότερο τη σημασία «γρυλλίζω»].

Greek Monotonic

βᾰΰζω: Δωρ. βαΰσδω, μόνο στον ενεστ.· φωνάζω δυνατά, κραυγάζω, βαὰβαά, γαβγίζω, σε Θεόκρ.· λέγεται για θυμωμένους ανθρώπους, βρίζω, ουρλιάζω, σε Αισχύλ.· μτβ., θρηνώ ηχηρά, τινά, στον ίδ. (ηχομιμ. λέξη).