διασπάω: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(T22) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=Passive ([[perfect]] infinitive διεσπάσθαι); 1st aorist διεσπασθην; to [[rend]] [[asunder]], [[break]] [[asunder]]: τάς ἁλύσεις, τάς [[νευράς]], Prayer of Manasseh , to [[tear]] in pieces: [[τούς]] ἄνδρας [[κρεουργηδόν]], [[Herodotus]] 3,13). | |txtha=Passive ([[perfect]] infinitive διεσπάσθαι); 1st aorist διεσπασθην; to [[rend]] [[asunder]], [[break]] [[asunder]]: τάς ἁλύσεις, τάς [[νευράς]], Prayer of Manasseh , to [[tear]] in pieces: [[τούς]] ἄνδρας [[κρεουργηδόν]], [[Herodotus]] 3,13). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διασπάω:''' μέλ. <i>-σπάσω</i>, Αττ. <i>-σπάσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-έσπᾰσα</i>· — Παθ. αόρ. αʹ <i>-εσπάσθην</i>, παρακ. <i>-έσπασμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τεμαχίζω]], [[διαλύω]] με [[δύναμη]], Λατ. divellere, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· δ. τὸ [[σταύρωμα]], [[ρίχνω]] [[κάτω]], [[γκρεμίζω]] το [[χαράκωμα]], σε Ξεν. — Παθ., μτχ. παρακ. <i>διεσπασμένος</i>, τεμαχισμένος, κατακερματισμένος, σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[αποκόπτω]] [[κομμάτι]], [[αποσπώ]] [[μερίδα]] του στρατού, σε Ξεν. — Παθ., [[στράτευμα]] διεσπασμένον, διασκορπισμένο και άτακτο, σε Θουκ.· λέγεται για στρατιώτες, ομοίως, είμαι διαιρεμένος σε μοίρες, σε Ξεν.· μεταφ., [[αποσπώ]], [[επιφέρω]] [[σύγχυση]] και [[αταξία]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. -σπάσομαι [ᾰ] Ar.Ra.477, Ec.1076, also
A -σπάσω Hdt.7.236: aor. -έσπᾰσα, Med. -εσπασάμην E.Hec.1126, Ba.339, Plu.Caes.68: pf. -έσπᾰκα Sch.Th.Oxy.853i15:—Pass., aor. -εσπάσθην: pf. -έσπασμαι (v. infr.):—tear asunder, τοὺς ἄνδρας κρεοργηδὸν δ. Hdt.3.13, cf. E. and Ar. ll. cc., etc.; ἐμὲ καὶ τὸν ἄνδρα δ. X.Cyr.6.1.45; δ. τὸ σταύρωμα to break through or tear down the palisade, Id.HG4.4.10; δ. τὴν γέφυραν, τὸ ἔδαφος, Plb.6.55.1, Plu. Cam.5; break up, SIG364.10 (Ephesus, iii B. C.): metaph., διασπᾶν τὴν σύμπνοιαν τοῦ παντός Iamb.Protr.21.λ:—Pass., διέσπασται μελέων φύσις Emp.63; τὸ Ἀττικὸν [ἔθνος] . . διεσπασμένον ὑπὸ Πεισιστράτου Hdt.1.59; μόνον οὐ διεσπάσθην D.5.5; δ. ἀπὸ τῶν φίλων to be torn away from... Arist.Rh.1386a10. 2 in military sense, separate part of an army from the rest, X.Cyr.5.4.19; of army and fleet, Hdt.7.236; δ. τὰς φάλαγγας break them up, Arist.Pol.1303b13: —Pass., στράτευμα διεσπασμένον an army scattered and in disorder, Th.6.98, cf. 7.44; of a fleet, Id.8.104; τῷ διεσπάσθαι τὰς δυνάμεις to be widely scattered, X.An.1.5.9. 3 metaph., pull different ways, πόλεις distract states, Pl.Lg.875a; τὰς πολιτείας D.4.48; τοὺς νόμους X.Cyr.8.5.25; διέσπακε τὴν ἱστορίαν has broken the continuity of the narrative, Sch.Th. l. c.:—Pass., διασπώμενος distracted, πρὸς τοσαύτας ὑπηρεσίας Luc.DDeor.24.1; ὑπὸ τῶν λόγων Id.Icar.23.
German (Pape)
[Seite 603] (s. σπάω), aus einander ziehen, zerreißen; τοὺς ἄνδρας κρεουργηδόν, Her. 3, 13; trennen, πόλιν, Plat. Legg. IX, 875 a Rep. V, 462 a; διεσπασμένον καὶ ἐσχισμένον, Phil. 23 e; πᾶσα ἀρχὴ διεσπάσθη χωρὶς ἑτέρα ἀπ' ἄλλης Legg. XII, 945 d, wie ἀπ' ἀλλήλων Xen. Cyr. 2, 1, 13; νόμους, aufheben, 8, 5, 12, u. Folgde; πολιτείας, Dem. 4, 48; γέφυραν, abbrechen, Pol. 6, 55; τὰς περιόδους, beim Vortrage, Plut. Dem. 6; Ar. hat fut. med., Eccl. 1076 Ran. 477, wie Eur. auch den aor. med. in alt. Bdtg braucht Bacch. 839 Hec. 1126; so auch Dem. 10, 19 u. Luc. – Pass., getrennt werden, aus einander kommen, τὸ στράτευμα διεσπασμένον. Thuc. 6. 98. 8, 104; von Soldaten, zerstreut in den Quartieren umher liegen, Xen. An. 1, 5, 9; ἐκεῖσε διαπλέω ὅθεν διεσπάσθημεν Antiphan. Ath. III. 100 f. Uebertr., durch Geschäfte zerstreut sein, Luc. D. D. 24, 1, u. öfter bei Sp. – S. auch das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
διασπάω: μέλλ. -σπάσομαι [ᾰ] Ἀριστοφ. Βατρ. 477, Ἐκκλ. 1076, ἀλλ᾿ ὡσαύτως -σπάσω Ἡρόδ. 7. 236· ἀόρ. -έσπᾰσα, ἀλλ᾿ ὡσαύτως -εσπασάμην Εὐρ. Ἑκ. 1126, Βάκχ. 339. ‒ Παθ., ἀόρ. -εσπάσθην, πρκμ. -έσπασμαι. Διαχωρίζω μετὰ βίας, μεθ᾿ ὁρμῆς, Λατ. divellere, τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν δ. Ἡρόδ. 3. 13, πρβλ. 7. 236, Εὐρ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., κτλ.· ἐμὲ καὶ τὸν ἄνδρα δ. Ξεν. Κύρ. 6. 1. 45· δ. τὸ σταύρωμα, κατακρημνίζω ἢ διασχίζω, καταστρέφω, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 4, 10· δ. τὴν γέφυραν, τὸ ἔδαφος Πολύβ. 6. 55, 1, Πλούτ. Καμίλλ. 5, κτλ. ‒ Παθ., τὸ Ἀττικὸν ἔθνος… διεσπασμένον Ἡρόδ. 1. 59· μόνον οὐ διεσπάσθην Δημ. 58. 8· δ. ἀπὸ τῶν φίλων, ἀποσπῶμαι ἀπὸ τῶν…, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 10. 2) ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας, ἀποσπῶ, ἀποχωρίζω, λαμβάνω μέρος τοῦ στρατεύματος, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 19· δ. τὰς φάλαγγας, διαλύω, κατα-στρέφω, Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 16. ‒ Παθ., στράτευμα διεσπασμένον, στρατὸς διεσκορπισμένος καὶ ἄτακτος, Θουκ. 6. 98, πρβλ. 7. 44., 8. 104· πρβλ. διάβασις· ‒ ἐπὶ στρατιωτῶν, ὡσαύτως, διαμοιραζόμεθα εἰς καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 9. 3) μεταφ., σύρω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ταράττω, Λατ. distrahere δ. τὴν πόλιν, ταράττω τὴν πόλιν ἢ πολιτείαν, Πλάτ. Πολ. 462Α· τὰς πολιτείας Δημ. 54. 5· τοὺς νόμους Ξεν. Κύρ. 8. 5, 25. - Παθ., διασπώμενος, ἀπασχολούμενος, Λατ. negotiis distractus, Λουκ. Θ. Διαλ. 24. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. διασπάσω, etc.
1 déchirer, mettre en pièces;
2 séparer par la force ; Pass. διασπᾶσθαι ἀπὸ τῶν φίλων ARSTT être séparé de ses amis;
3 tirailler en tous sens : τοὺς νόμους XÉN tirailler les lois, càd les violer de mille manières, ou les interpréter selon ses intérêts ; Pass. être tiraillé (par des soucis, des obligations);
4 disperser, ou sans idée de violence distribuer (des troupes dans des cantonnements;
Moy. διασπάομαι-ῶμαι (f. διασπάσομαι, ao. διεσπασάμην) séparer violemment ; mettre en pièces.
Étymologie: διά, σπάω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. -σπάσω Hdt.7.236, en v. med. -σπάσομαι E.Fr.383.8, Ar.Ec.1076; aor. -έσπασα E.Fr.16.31P., Democr.B 159, inf. en tm. διὰ ... σπάσαι E.Supp.830, en v. med. -εσπασάμην E.Ba.339; perf. -έσπακα Sch.Th.2.1 en POxy.853.1.15, D.H.Comp.22.28]
A ref. a diversos procesos de separación
I tr., gener. c. violencia
1 c. ac. de pers. o anim. despedazar, partir en dos o en pedazos, desgarrar τοὺς ἄνδρας κρεοργηδόν Hdt.3.13, διὰ δὲ θύελλα σπάσαι (με) ¡ojalá un vendaval desgarre mi cuerpo! E.Supp.830, διασπάσεσθέ μ' vais a partirme en dos Ar.Ec.1076, τοὺς χειρωθέντας D.S.3.24, leones a caballos, D.S.15.10, ἔθυον ... τῷ Ὠμαδίῳ Διονύσῳ ἄνθρωπον διασπῶντες Porph.Abst.2.55, en v. pas. τὸ Ἀττικὸν (ἔθνος) ... διεσπασμένον ἐπυνθάνετο averiguó que el pueblo ático estaba desgarrado por disensiones internas Hdt.1.59, μόνον οὐ διεσπάσθην ὑπὸ τῶν ... πολλὰ καὶ μεγάλ' ὑμᾶς ἁμαρτάνειν πεισάντων D.5.5, διασπασθεὶς ὑπὸ τῶν Τιτάνων Phld.Piet.p.81S., διασπώμενος ὑπὸ τῶν λόγων desgarrado por los argumentos contradictorios de los filósofos, Luc.Icar.23, cf. Act.Ap.23.10
•fig., en voz pas. ser separado διεσπάσθη τῆς πρὸς τοὺς ἀγγέλους συναφείας ὁ ἄνθρωπος Gr.Nyss.Pss.86.22
•en v. med. mismo sent. ὃν σκύλακες ... διεσπάσαντο de Acteón, E.Ba.339, ἵνα μὴ διασπάσηται κροκόδιλος (a los cerdos) PCair.Zen.443.4 (III a.C.).
2 c. ac. de cosas y abstr. romper en pedazos, destrozar τὰ δὲ (τοῦ σώματος) διέσπασε ταῖς φιληδονίαις otras cosas (del cuerpo) las destrozó (el alma) con los placeres Democr.B 159, τὸ σταύρωμα X.HG 4.4.10, τὰς πολιτείας D.4.48, τὴν γέφυραν Plb.6.55.1, λύκοι τὰ θεμέλια ἀθρόα διέσπασαν App.Pun.136, τὴν ἕνωσιν τοῦ παντὸς καὶ τὴν σύμπνοιαν Iambl.Protr.21, en v. pas. διεσπάσθαι ὑπ' αὐτοῦ τὰς ἁλύσεις Eu.Marc.5.4
•violar νόμους X.Cyr.8.5.25
•rescindir, cancelar πᾶσαν συγγραφήν Gr.Naz.M.36.404B.
3 c. ac. de partes del cuerpo arrancar τὼ νεφρὼ δὲ σοῦ ... διασπάσονται Γοργόνες E.Fr.383.8, μέλη Gr.Naz.M.36.177B
•fig. c. ac. de pers. separar, arrancar ἐπεχείρησέ ποτε ἐμὲ καὶ τὸν ἄνδρα διασπάσαι ἀπ' ἀλλήλων X.Cyr.6.1.45, en v. pas. ἐκεῖσε διαπλέω ὅθεν διασπάσθημεν navego hacia el lugar de donde fuimos arrancados Antiph.88.2, τὸ διασπᾶσθαι ἀπὸ φίλων Arist.Rh.1386a10.
4 sin violencia dividir, separar en dos o en partes un conjunto (τὸν ναυτικόν) Hdt.7.236, τὸ μὲν γὰρ κοινὸν συνδεῖ, τὸ δὲ ἴδιον διασπᾷ τὰς πόλεις Pl.Lg.875a, δόμον E.Fr.16.31P., καὶ μόνον οὐ μίαν λέξιν διὰ τὸν θυμὸν εἰς δύω διασπάσας πρόσωπα casi divide, llevado por la ira, una frase entre dos personas Longin.27.3, εἰς μέρη ... τὴν πόλιν D.Chr.45.8, πόλεις διασπᾷ, δῆμον εἰς στάσεις φέρει (la afición a las carreras del circo), Amph.Seleuc.153, en v. pas. εἰ μὲν διασπασθέντα ἀπ' ἀλλήλων τὰ μέρη (τοῦ νοητοῦ κόσμου) Plot.2.4.4
•parcelar, dividir en parcelas τὰ μέρη IEphesos 4A.10 (III a.C.)
•en v. med. mismo sent. αὐτῶν ... διασπωμένων δὲ τὴν τοῦ παιδὸς ἀρχήν y repartiéndose el reino del niño Plb.15.20.6
•separar, escindir una o más partes de un conjunto μήποτε διασπᾶν ἀπὸ τοῦ ὅλου δύναμιν ἀσθενεστέραν τῆς τῶν πολεμίων δυνάμεως no separar nunca del grueso del ejército un contingente más débil que el del enemigo X.Cyr.5.4.19, en v. pas. τὰ συνεχῆ (ἔχει τινὰ ἰσχύν) πρὸς τὸ μὴ διασπᾶσθαι los cuerpos continuos (tienen una cierta fuerza) para resistir a la fisión Arist.Cael.313b17.
II intr. en v. med.-pas., sin violencia
1 dividirse, separarse διέσπασται μελέων φύσις en dos está dividida la hechura de los miembros (en el embrión humano), Emp.B 63.
2 dispersarse τῷ διεσπάσθαι τὰς δυνάμεις por la dispersión de sus contingentes militares X.An.1.5.9, οὔρησε τροφιώδεα, νεφελώδεα, διεσπασμένα hizo una orina espesa y con manchas blanquecinas y dispersas Hp.Epid.7.120, cf. Coac.581
•fig. πρὸς τοσαύτας ὑπηρεσίας διασπώμενος de Hermes desperdigándome en tantos servicios Luc.DDeor.4.1.
3 disiparse, desvanecerse de los rayos del sol, Arist.Mete.378a8, ἐκεῖ πνεῦμά ἐστιν, ὑφ' οὗ τὸ νέφος καὶ ἡ τοιαύτη σύστασις διασπᾶται Alex.Aphr.in Mete.143.23.
4 c. violencia romperse αἱ σύριγγες αἱ διὰ τῶν πλευμόνων τεταμέναι ... διασπῶνται Hp.Int.1.
B ref. a la ruptura de una continuidad
1 gener. interrumpir τὰς τετράδας δ. interrumpir los ciclos de cuatro días de entrenamiento, Philostr.Gym.54, en v. pas. (ὕπνος) διασπώμενος ὑπὸ τῶν ἐντρεχόντων Philostr.VA 2.36.
2 esp. en ret. interrumpir, dislocar τὴν διήγησιν D.H.Pomp.3.14, τὴν ἱστορίαν Sch.Th.l.c., δ. τὸν ἦχον interrumpir la emisión vocal (un hiato), D.H.Comp.22.28, φεύγει ... τὰς τῶν φωνηέντων συμβολὰς ὡς τὴν λειότητα καὶ τὴν εὐέπειαν διασπώσας evita los encuentros de vocales en la idea de que dislocan la lisura y la buena dicción D.H.Dem.40.3.
3 en cont. milit. abrir brecha(s) en una formación militar αἱ διαβάσεις τῶν ὀχετῶν ... διασπῶσι τὰς φάλαγγας Arist.Pol.1303b13, διέσπα συνεχῶς τὴν ἵππον Polyaen.4.3.17, en v. pas. οἱ τῶν Συρακοσίων στρατηγοὶ ὡς ἑώρων σφίσι τὸ στράτευμα διεσπασμένον los generales siracusanos, viendo que su ejército no presentaba una línea continua Th.6.98, cf. 7.44, διεσπασμένης τῆς τῶν Μακεδόνων φάλαγγος al cruzar un río, D.S.17.19
•atravesar, horadar τὸ ἔδαφος Plu.Cam.5.
English (Strong)
from διά and σπάω; to draw apart, i.e. sever or dismember: pluck asunder, pull in pieces.
English (Thayer)
Passive (perfect infinitive διεσπάσθαι); 1st aorist διεσπασθην; to rend asunder, break asunder: τάς ἁλύσεις, τάς νευράς, Prayer of Manasseh , to tear in pieces: τούς ἄνδρας κρεουργηδόν, Herodotus 3,13).
Greek Monotonic
διασπάω: μέλ. -σπάσω, Αττ. -σπάσομαι, αόρ. αʹ -έσπᾰσα· — Παθ. αόρ. αʹ -εσπάσθην, παρακ. -έσπασμαι·
1. τεμαχίζω, διαλύω με δύναμη, Λατ. divellere, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· δ. τὸ σταύρωμα, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω το χαράκωμα, σε Ξεν. — Παθ., μτχ. παρακ. διεσπασμένος, τεμαχισμένος, κατακερματισμένος, σε Ηρόδ., Δημ.
2. με στρατιωτική σημασία, αποκόπτω κομμάτι, αποσπώ μερίδα του στρατού, σε Ξεν. — Παθ., στράτευμα διεσπασμένον, διασκορπισμένο και άτακτο, σε Θουκ.· λέγεται για στρατιώτες, ομοίως, είμαι διαιρεμένος σε μοίρες, σε Ξεν.· μεταφ., αποσπώ, επιφέρω σύγχυση και αταξία, στον ίδ.