ἐφέζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐφέζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («δενδρέῳ ἐφεζόμενοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] ή [[μένω]] [[δίπλα]] ή [[κοντά]] σε [[κάτι]], [[παρακάθημαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἕζομαι]].
|mltxt=[[ἐφέζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («δενδρέῳ ἐφεζόμενοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] ή [[μένω]] [[δίπλα]] ή [[κοντά]] σε [[κάτι]], [[παρακάθημαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἕζομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐφέζομαι:''' αποθ., [[κυρίως]], σε μτχ. και στο γʹ ενικ. παρατ.· απαρ. <i>ἐφέζεσθαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κάθομαι]] πάνω σε, με δοτ., σε Όμηρ., Αριστοφ.· επίσης με γεν., σε Πίνδ.· και με αιτ., σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[στέκομαι]] δίπλα ή κοντά, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφέζομαι Medium diacritics: ἐφέζομαι Low diacritics: εφέζομαι Capitals: ΕΦΕΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ephézomai Transliteration B: ephezomai Transliteration C: efezomai Beta Code: e)fe/zomai

English (LSJ)

chiefly used in part. and 3sg. impf.; inf.

   A ἐφέζεσθαι Od. 4.717; imper. ἐφέζεο AP15.13 (Const. Sic.):—sit upon, c. dat., δενδρέῳ ἐφεζόμενοι Il.3.152; πατρὸς ἐφέζετο γούνασι 21.506; δίφρῳ ἐφέζεσθαι Od.4.717, cf. 509; ἔνθα δ' ἄρ' αὐτὸς ἐφέζετο 17.334; ὄχθῳ Ar.Av.774 (lyr.): also c. gen., Pi.N.4.67, A.R.3.1001; ἐπὶ νώτοις Mosch.2.125; εἰς αὖλιν AP5.236.10 (Agath.): also c. acc., Εὐρώταν ἐφεζόμεναι E.Hel.1492 (lyr.); τύχη . . ναῦν θέλουσ' ἐ. A.Ag.664.    2 sit by or near, c. acc., οὐδ' ἔχων μύσος . . τὸ σὸν ἐφεζόμην βρετας prob. for ἐφεζομένη, Id.Eu.446. Cf. ἐφίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφέζομαι: Ἀποθ., κυρίως ἐν χρήσει κατὰ μετοχ. καὶ γ΄ ἑνικ. παρατ.: ἀπαρ. ἐφέζεσθαι Ὀδ. Δ. 717: προστ. ἐφέζεο Ἀνθ. Π. 15. 13. Κάθημαι ἐπί τινος, μετὰ δοτ., δενδρέῳ ἐφεζόμενοι Ἰλ. Γ. 152· πατρὸς ἐφέζετο γούνασι Φ. 506· δίφρῳ ἐφέζεσθαι Ὀδ. Δ. 717, πρβλ. 509· ὄχθῳ Ἀριστοφ. Ὄρν. 774· ὡσαύτως μετὰ γεν., Πινδ. Ν. 4. 109, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1001· ἐπὶ νώτοις Μόσχ. 2. 121· εἰς ἔποπος… αὖλιν ἐφεζόμενοι Ἀνθ. Π. 5. 237· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., Εὐρώταν ἐφεζόμεναι Εὐρ. Ἑλ. 1492· τύχη… ναῦν θέλουσ’ ἐφ. (ὁ Casaub. ναυστολοῦσ’) Αἰσχύλ. Ἀγ. 664· ἴδε καθίζω ΙΙ. 2) κάθημαι πλησίον, ἔνθα δ’ ἄρ’ αὐτὸς ἐφέζετο Ὀδ. Ρ. 334· μετ’ αἰτ., οὐδ’ ἔχων μύσος…τὸ σὸν ἐφεζόμην βρέτας (οὕτως ὁ Wieseler) Αἰσχύλ. Εὐμ. 446. Πρβλ. ἐφίζω.

English (Autenrieth)

ipf. ἐφέζετο: sit upon or by, Il. 21.506, Od. 17.334.

English (Slater)

ἐφέζομαι
   1 sit c. cogn. acc. εἶδεν δ' εὔκυκλον ἕδραν, τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν (Herwerden: τᾶς codd.: i. e. sitting in assembly ) (N. 4.67)

Spanish

sentarse sobre

Greek Monolingual

ἐφέζομαι (Α)
1. κάθομαι πάνω σε κάτι («δενδρέῳ ἐφεζόμενοι», Ομ. Ιλ.)
2. κάθομαι ή μένω δίπλα ή κοντά σε κάτι, παρακάθημαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕζομαι.

Greek Monotonic

ἐφέζομαι: αποθ., κυρίως, σε μτχ. και στο γʹ ενικ. παρατ.· απαρ. ἐφέζεσθαι·
1. κάθομαι πάνω σε, με δοτ., σε Όμηρ., Αριστοφ.· επίσης με γεν., σε Πίνδ.· και με αιτ., σε Αισχύλ., Ευρ.
2. στέκομαι δίπλα ή κοντά, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.