ἰδιωτεία: Difference between revisions
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἰδιωτεία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[ακραίος]] [[βαθμός]] διανοητικής ανεπάρκειας ή καθυστέρησης [[τέτοιος]] ώστε το [[άτομο]] που τήν παρουσιάζει δεν μπορεί να μάθει να τρώει ή να ντύνεται, να συνομιλεί ή να ελέγχει τις απεκκρίσεις του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδιωτικός]] [[βίος]]<br /><b>2.</b> [[αδεξιότητα]], [[έλλειψη]] ανατροφής («ὑπὸ δὲ ἰδιωτείας καὶ ἀπειροκαλίας καὶ ἀγνοίας... τὰ μικρότατα., [[φιλοπόνως]] ἑρμηνεύουσιν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[έλλειψη]] ισχύος, [[αδυναμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]]. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>idiotie</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>idiota</i> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]])]. | |mltxt=η (Α [[ἰδιωτεία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[ακραίος]] [[βαθμός]] διανοητικής ανεπάρκειας ή καθυστέρησης [[τέτοιος]] ώστε το [[άτομο]] που τήν παρουσιάζει δεν μπορεί να μάθει να τρώει ή να ντύνεται, να συνομιλεί ή να ελέγχει τις απεκκρίσεις του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδιωτικός]] [[βίος]]<br /><b>2.</b> [[αδεξιότητα]], [[έλλειψη]] ανατροφής («ὑπὸ δὲ ἰδιωτείας καὶ ἀπειροκαλίας καὶ ἀγνοίας... τὰ μικρότατα., [[φιλοπόνως]] ἑρμηνεύουσιν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[έλλειψη]] ισχύος, [[αδυναμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]]. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>idiotie</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>idiota</i> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰδιωτεία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> ιδιωτική [[ζωή]] ή [[ενασχόληση]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκαιότητα]], [[φορτικότητα]], [[έλλειψη]] ανατροφής, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐδ], ἡ,
A private station, opp. τυραννίς, X.Hier.8.1; opp. βασιλεία, Pl.Lg.696a: pl., opp. ἀρχαί, Id.R.618d; ἐν ἰ., opp. ἐν φιλοσοφίᾳ, Phld.Rh.2.277 S. II uncouthness, want of education, Luc. Hist.Conscr.27, Abd.7. III defenceless condition, τῆς ἰ. ἡμῶν καταφρονοῦντες SIG888.65 (Scaptopara, iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1237] ἡ, das Leben eines Privatmannes, Ggstz βασιλεία, Plat. Legg. III, 696 a, ἀρχαί, Rep. X, 618 d. – Unwissenheit, Mangel an Bildung, καὶ ἀπειροκαλία Luc. hist. scrib. 27 abdic. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιωτεία: ἡ, ἰδιωτικὸς βίος ἢ ἐνασχόλησις, Ξεν. Ἱέρ. 8, 1· ἀντίθετον τῷ βασιλείᾳ, Πλάτ. Νόμ. 696Α· ἐν τῷ πληθ., ἀντίθετον τῷ ἀρχαί, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 618D. ΙΙ. σκαιότης, φορτικότης, ἔλλειψις ἀνατροφῆς, ἀπειροκαλία, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, Ἀποκηρυττ. 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 vie d’un simple particulier, vie privée;
2 manque d’éducation, ignorance.
Étymologie: ἰδιώτης.
Greek Monolingual
η (Α ἰδιωτεία)
νεοελλ.
ιατρ. ακραίος βαθμός διανοητικής ανεπάρκειας ή καθυστέρησης τέτοιος ώστε το άτομο που τήν παρουσιάζει δεν μπορεί να μάθει να τρώει ή να ντύνεται, να συνομιλεί ή να ελέγχει τις απεκκρίσεις του
αρχ.
1. ιδιωτικός βίος
2. αδεξιότητα, έλλειψη ανατροφής («ὑπὸ δὲ ἰδιωτείας καὶ ἀπειροκαλίας καὶ ἀγνοίας... τὰ μικρότατα., φιλοπόνως ἑρμηνεύουσιν», Λουκιαν.)
3. έλλειψη ισχύος, αδυναμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιώτης. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. γαλλ. idiotie < λατ. idiota < ιδιώτης)].
Greek Monotonic
ἰδιωτεία: ἡ,
I. ιδιωτική ζωή ή ενασχόληση, σε Ξεν., Πλάτ.
II. σκαιότητα, φορτικότητα, έλλειψη ανατροφής, σε Λουκ.