ὀδυνάω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(T22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὀδύνω: [[present]] indicative [[passive]] ὀδυνῶμαι; [[present]] indicative [[middle]] 2nd [[person]] [[singular]] ὀδυνᾶσαι ([[see]] [[κατακαυχάομαι]]), participle ὀδυνωμενος; ([[ὀδύνη]]); to [[cause]] [[intense]] [[pain]]; [[passive]] to be in [[anguish]], be tormented: to [[torment]] or [[distress]] [[oneself]] (A. V. to [[sorrow]]), [[ἐπί]] τίνι, [[Aristophanes]], [[Sophocles]], [[Euripides]], [[Plato]], others; the Sept..)  
|txtha=ὀδύνω: [[present]] indicative [[passive]] ὀδυνῶμαι; [[present]] indicative [[middle]] 2nd [[person]] [[singular]] ὀδυνᾶσαι ([[see]] [[κατακαυχάομαι]]), participle ὀδυνωμενος; ([[ὀδύνη]]); to [[cause]] [[intense]] [[pain]]; [[passive]] to be in [[anguish]], be tormented: to [[torment]] or [[distress]] [[oneself]] (A. V. to [[sorrow]]), [[ἐπί]] τίνι, [[Aristophanes]], [[Sophocles]], [[Euripides]], [[Plato]], others; the Sept..)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀδῠνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> — Παθ., βʹ ενικ. <i>ὀδυνᾶσαι</i>, σε Καινή Διαθήκη· αόρ. αʹ <i>ὠδυνήθην</i>,· [[προκαλώ]] σε κάποιον [[οδύνη]] ή [[συμφορά]], [[στενοχωρώ]], σε Ευρ. κ.λπ.· Παθ., [[αισθάνομαι]] πόνο, [[υποφέρω]] από πόνο, σε Σοφ., Αριστοφ.· <i>ἃ ὠδυνήθην</i>, οι πόνοι που υπέφερα, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδῠνάω Medium diacritics: ὀδυνάω Low diacritics: οδυνάω Capitals: ΟΔΥΝΑΩ
Transliteration A: odynáō Transliteration B: odynaō Transliteration C: odynao Beta Code: o)duna/w

English (LSJ)

aor.

   A ὀδυνῆσαι Gal.10.853 :—Pass., Phld.Lib.p.29 O. ; 2sg. ὀδυνᾶσαι Ev.Luc.16.25 : fut. ὀδυνηθήσομαι Gal.10.851, but ὀδυνήσομαι Men.325.16, TelesFr.2p.9H.: aor. ὠδυνήθην Ar.Ach.3 :— cause one pain or suffering, τὸ γὰρ ὀρθοῦσθαι γνώμαν ὀδυνᾷ E.Hipp.247 (anap.), cf. Ar.Lys.164 ; οὐ τοὐμὸν ὀδυνήσει σε γῆρας Id.Ec.928 ; μηδὲν ὀδύνα τὸν πατέρα Men.659 :—Pass., feel pain, suffer pain, Democr.159, Hp.Epid.4.12, S.El.804, Ar.V.283,Ra.650, Pl.R.583d, etc. ; ἃ ὠδυνήθην the pains I suffered, Ar.Ach.3, cf.9 ; Ion.pres. ὀδυνέομαι Aret.SD 2.4.

German (Pape)

[Seite 294] Schmerz verursachen, betrüben; Eur. Hipp. 247; Ar. Lys. 164. – Häufiger im pass. u. med., bei Aesch. Ch. 368 zw. Conj.; ἀλγοῦσα κὠδυνωμένη, betrübt, Soph. El. 794; Ar. Vesp. 283 u. öfter; u. in Prosa, οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾶται, Plat. Phaedr. 251 d; καὶ ἀγανακτεῖν, Rep. VII, 515 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδῠνάω: ἀόρ. ὀδυνῆσαι Γαλην. ― Παθ., μεταγ. β΄ ἑνικ. ὀδυνᾶσαι Εὐαγγ. κ. Λουκ. ις΄, 25· μέλλ. ὀδυνηθήσομαι Γαλην., ἀλλά, ὀδυνήσομαι Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 16, Τέλης παρὰ Στοβ. 1, σ. 158 Gaisf.· ἀόρ. ὠδυνήθην. Προξενῶ εἴς τινα πόνον ἢ λύπην, θλίβω, τὸ γὰρ ὀρθοῦσθαι γνώμαν ὀδυνᾷ Εὐρ. Ἱππ. 247, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 164· οὐ τοὐμὸν ὀδυνήσει σε γῆρας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 928· μηδὲν ὀδύνα τὸν πατέρα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 113. ― Παθ., αἰσθάνομαι, ἔχω πόνον, Σοφ. Ἠλ. 804, Ἀριστοφ. Σφ. 283, Βάτρ. 650, Πλάτ. Πολ. 583D, κτλ.· ἃ ὠδυνήθην, τὰς ὀδύνας ἃς ὑπέστην, Ἀριστοφ. Ἀχ. 3, πρβλ. 9· Ἰων. ἐνεστ. ὀδυνέομαι, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ὀδυνήσω, ao. ὠδύνησα, pf. inus.
Pass. f. ὀδυνηθήσομαι, ao. ὠδυνήθην, pf. inus.
causer de la douleur, affliger, acc. ; Pass. (plus souv.) éprouver de la douleur physique ou morale, être affligé.
Étymologie: ὀδύνη.

English (Strong)

from ὀδύνη; to grieve: sorrow, torment.

English (Thayer)

ὀδύνω: present indicative passive ὀδυνῶμαι; present indicative middle 2nd person singular ὀδυνᾶσαι (see κατακαυχάομαι), participle ὀδυνωμενος; (ὀδύνη); to cause intense pain; passive to be in anguish, be tormented: to torment or distress oneself (A. V. to sorrow), ἐπί τίνι, Aristophanes, Sophocles, Euripides, Plato, others; the Sept..)

Greek Monotonic

ὀδῠνάω: μέλ. -ήσω — Παθ., βʹ ενικ. ὀδυνᾶσαι, σε Καινή Διαθήκη· αόρ. αʹ ὠδυνήθηνπροκαλώ σε κάποιον οδύνη ή συμφορά, στενοχωρώ, σε Ευρ. κ.λπ.· Παθ., αισθάνομαι πόνο, υποφέρω από πόνο, σε Σοφ., Αριστοφ.· ἃ ὠδυνήθην, οι πόνοι που υπέφερα, σε Αριστοφ.