προμνηστῖνοι: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(34)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αι, οἱ, αἱ, ΜΑ<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> οι αλλεπάλληλοι<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «προμνηστῑναι ἐπὶ μίαν<br />ἀπὸ τοῡ προσμένειν»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «προμνηστῑνοι<br />κατὰ τάξιν, [[ἐφεξῆς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ. <i>πρόμνηστις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>προμνῶμαι</i> «[[προξενεύω]], [[ζητώ]] σε γάμο» με [[επίθημα]] -<i>ῖνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀγχιστ</i>-<i>ῖνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχιστος]] «[[κοντινός]], [[συγγενής]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, πρόκειται για σύνθετο με α' συνθετικό τη λ. <i>προμνός</i> «[[έσχατος]], [[τελευταίος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>πρό</i>) και β' συνθετικό το [[θέμα]] -<i>στ</i>- του [[ἵστημι]] ([[πρβλ]]]. [[ἄντηστις]], [[ἔξαστις]])].
|mltxt=-αι, οἱ, αἱ, ΜΑ<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> οι αλλεπάλληλοι<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «προμνηστῑναι ἐπὶ μίαν<br />ἀπὸ τοῡ προσμένειν»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «προμνηστῑνοι<br />κατὰ τάξιν, [[ἐφεξῆς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ. <i>πρόμνηστις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>προμνῶμαι</i> «[[προξενεύω]], [[ζητώ]] σε γάμο» με [[επίθημα]] -<i>ῖνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀγχιστ</i>-<i>ῖνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχιστος]] «[[κοντινός]], [[συγγενής]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, πρόκειται για σύνθετο με α' συνθετικό τη λ. <i>προμνός</i> «[[έσχατος]], [[τελευταίος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>πρό</i>) και β' συνθετικό το [[θέμα]] -<i>στ</i>- του [[ἵστημι]] ([[πρβλ]]]. [[ἄντηστις]], [[ἔξαστις]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προμνηστῖνοι:''' -αι, [[ένας]] [[ένας]], ο [[ένας]] [[μετά]] τον [[άλλο]], σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. από το [[μένω]], <i>προμενετῖνοι</i>, ο [[καθένας]] περιμένει τον προηγούμενο).
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμνηστῖνοι Medium diacritics: προμνηστῖνοι Low diacritics: προμνηστίνοι Capitals: ΠΡΟΜΝΗΣΤΙΝΟΙ
Transliteration A: promnēstînoi Transliteration B: promnēstinoi Transliteration C: promnistinoi Beta Code: promnhsti=noi

English (LSJ)

αι,

   A one by one, one after the other, προμνηστῖναι ἐπήϊσαν Od.11.233; προμνηστῖνοι ἐσέλθετε 21.230.

German (Pape)

[Seite 734] einzeln, Einer nach dem Andern, in einer Reihe hinter einander her; προμνηστῖναι ἐπήϊσαν, Od. 11, 233, wie προμνηστῖνοι ἐςέλθετε, μηδ' ἅμα πάντες, 21, 230; nach den alten Erklärern von μένω, statt προμενετῖνοι oder προμενέστινοι, Schol. Od., d. h. Jeder auf den Vorangehenden wartend, nicht alle zugleich, ἑξῆς καὶ ἐκ διαστημάτων ἀναμένουσαι ἀλλήλας.

Greek (Liddell-Scott)

προμνηστῖνοι: αι, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, ἀλλεπάλληλοι, προμνηστῖναι ἐπήισαν Ὀδ. Λ. 233· προμνηστῖνοι ἐσέλθετε μηδ’ ἅμα πάντες, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον καὶ μὴ πάντες ὁμοῦ, Φ. 230. ― (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ μένω, ἀντὶ προμενετῖνοι ― ἕκαστος ἀναμένων τὸν πρότερον. Περὶ τῆς καταλήξ. πρβλ. ἀγχιστῖνος.) ― Κατὰ Σουΐδ. «προμνηστῖνοι· κατὰ τάξιν, ἐφεξῆς»· καθ’ Ἡσύχ.: «προμνηστῖναι· ἐπὶ μίαν. ἀπὸ τοῦ προσμένειν».

French (Bailly abrégé)

αι;
adj. pl.
qui vont l’un après l’autre.
Étymologie: προμένω.

English (Autenrieth)

one before (after) another, successively, opp. ἅμα πάντες, Od. 21.230 and Od. 11.233.

Greek Monolingual

-αι, οἱ, αἱ, ΜΑ
(επικ. τ.)
1. οι αλλεπάλληλοι
2. (κατά τον Ησύχ.) «προμνηστῑναι ἐπὶ μίαν
ἀπὸ τοῡ προσμένειν»
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «προμνηστῑνοι
κατὰ τάξιν, ἐφεξῆς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ. πρόμνηστις < προμνῶμαι «προξενεύω, ζητώ σε γάμο» με επίθημα -ῖνος (πρβλ. ἀγχιστ-ῖνος < ἄγχιστος «κοντινός, συγγενής»). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, πρόκειται για σύνθετο με α' συνθετικό τη λ. προμνός «έσχατος, τελευταίος» (< πρό) και β' συνθετικό το θέμα -στ- του ἵστημι (πρβλ]. ἄντηστις, ἔξαστις)].

Greek Monotonic

προμνηστῖνοι: -αι, ένας ένας, ο ένας μετά τον άλλο, σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. από το μένω, προμενετῖνοι, ο καθένας περιμένει τον προηγούμενο).