πρυτανεῖον: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(SL_2) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>πρῠτᾰνεῑον</b> <br /> <b>1</b> [[town]] [[hall]] παῖ Ῥέας, ἅ τε [[πρυτανεῖα]] λέλογχας, [[Ἑστία]] (τὰ πρυτανεῖά φησι [[λαχεῖν]] τὴν Ἑστίαν, [[παρόσον]] αἱ [[τῶν]] [[πολέων]] ἑστίαι ἐν τοῖς πρυτανείοις ἀφίδρυνται Σ.) (N. 11.1) | |sltr=<b>πρῠτᾰνεῑον</b> <br /> <b>1</b> [[town]] [[hall]] παῖ Ῥέας, ἅ τε [[πρυτανεῖα]] λέλογχας, [[Ἑστία]] (τὰ πρυτανεῖά φησι [[λαχεῖν]] τὴν Ἑστίαν, [[παρόσον]] αἱ [[τῶν]] [[πολέων]] ἑστίαι ἐν τοῖς πρυτανείοις ἀφίδρυνται Σ.) (N. 11.1) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρῠτᾰνεῖον:''' Ιων. -ήϊον, τό ([[πρύτανις]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αίθουσα]] του πρυτάνεως, [[δημαρχείο]], Λατ. [[curia]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ήταν αφιερωμένο στην Εστία (<b>V</b>esta), προς τιμήν της οποίας έκαιγε αέναη [[φωτιά]], η οποία ερχόταν στις αποικίες από το πρυτανείο της μητρόπολης· στην Αθήνα οι πρυτάνεις σιτίζονταν [[εκεί]] και διασκέδαζαν τους ξένους πρέσβεις [[δημοσία]] [[δαπάνη]], σε Αριστοφ., Δημ.· οι πολίτες επίσης που ευεργέτησαν την [[πολιτεία]] [[καθώς]] και τα [[παιδιά]] αυτών που έπεσαν στη [[μάχη]] ανταμείβονταν με [[σίτιση]] στο πρυτανείο, <i>ἐν πρυτανείῳ δειπνεῖν</i>, <i>σιτεῖσθαι</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> δικαστήριο στην Αθήνα, σε Δημ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[πρυτανεῖα]], <i>τά</i>, [[σύνολο]] χρημάτων που κατατίθεται από τον [[κάθε]] αντίδικο στο δικαστήριο [[πριν]] ξεκινήσει η [[δίκη]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>τιθέναι πρυτανεῖά τινι</i>, [[καταθέτω]] χρήματα [[εναντίον]] κάποιου, δηλ. κάνω [[αγωγή]] [[εναντίον]] του, στον ίδ.· <i>ἵν' αἱ θέσεις γίγνοιντο τῇ νουμηνίᾳ</i> (ενν. [[τῶν]] πρυτανείων), στον ίδ.· δέχεσθαι τὰ [[πρυτανεῖα]], [[δέχομαι]] την [[καταβολή]], δηλ. [[επιτρέπω]] την [[εισαγωγή]] της αγωγής, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. πρῠτᾰν-ήϊον (also βρυτανεῖον, Schwyzer 183.15 (Crete, iii B.C.), cf. Sch.Pi.N.11.1, and
A v. πρυτανεύω), τό, the magistrates' hall, town hall, Hdt.1.146, 3.57, 7.197, Ar.Ach.125, Th. 2.15, D.19.32, etc.; ἐν πρυτανείῳ δειπνεῖν, σιτεῖσθαι, Ar.Pax1084, Pl. Ap.36d, cf. IG12.77.4,13; ἐπὶ δεῖπνον εἰς τὸ π. καλεῖν τινα D.50.13, Aeschin.2.46, cf. Ar.Eq.1404; καλέσαι ἐπὶ ξένια εἰς πρυτανεῖον prob. in IG12.19; εἰς π. ἐκάλεσα D.19.234; οὗ γὰρ μὴ τίθενται συμβολαί, π. ταῦτα πάντα προσαγορεύεται are called free tables, Timocl.8.18, cf. SIG4 (Cyzicus, vi B.C.): metaph., τῆς Ἑλλάδος αὐτὸ τὸ π. τῆς σοφίας Pl.Prt.337d, cf. Theopomp.Hist.267. II a law-court at Athens, τὸ ἐπὶ πρυτανείῳ δικαστήριον, οἱ ἐκ πρυτανείου καταδικασθέντες, D.23.76, Decr. ap. And.1.78, cf. Plu.Sol.19. 2 πρυτανεῖα, τά, sum deposited by each party to a lawsuit before the suit began, π. τιθέναι, κατατιθέναι, IG12.22.33, 28.5, cf. Ar.Nu.1136, 1180, V.659, etc.; ἄνευ πρυτανείων IG12.3.29; π. τιθέτω ὁ διώκων τοῦ αὑτοῦ μέρους Lex ap. D.43.71; ἵν' αἱ θέσεις γίγνοιντο τῇ νουμηνίᾳ (sc. τῶν πρυτανείων) Ar.Nu. 1191; δέχεσθαι τὰ π. to receive this deposit, i.e. to allow the action to be brought, ib.1197; π. ἐκτίνειν to pay this deposit, D.47.64.
German (Pape)
[Seite 802] τό, ion. πρυτανήϊον, 1) das öffentliche Gebäude in den Städten der Griechen, welches den Heerd der Stadt enthält, das Stadthaus, in welchem, wie in Athen, die jedesmaligen Prytanen speis'ten, und man sowohl auswärtige Gesandte, als um den Staat vorzüglich verdiente Bürger auf Staatskosten ehrenhalber bewirthete; δειπνεῖν ἐν πρυτανείῳ, Ar. Pax 1050; σίτησιν ἐν πρυτανείῳ λαμβάνειν, Ran. 763; ἐν πρυτανείῳ σιτεῖσθαι, Plat. Apol. 36 d; vgl. Dem. 19, 234. 50, 13; es war der Hestia geweiht (dah. Pind. N. 11, 1 ἅ, τε πρυτανεῖα λέλογχας Ἑστία), der man darin ein immerwährendes, heiliges Feuer unterhielt, u. ist also in Beziehung auf den Staat das, was der Heerd in jedem einzelnen Hause ist, vgl. Her. 1, 146. 3, 57. 6, 103. 7, 197 (s. auch θόλος); u. vgl. Thuc. 2, 15, der vom Theseus sagt καταλύσας τῶν ἄλλων πόλεων τά τε βουλευτήρια καὶ τὰς ἀρχὰς ἐς τὴν νῦν πόλιν οὖσαν ἓν βουλευτήριον ἀποδείξας καὶ πρυτανεῖον ξυνῴκισε πάντας. – In Rhodus, Pol. 15, 23, 3 u. öfter. – Dah. auch der Hauptsitz, Mittelpunkt, συνεληλυθότες τῆς τε Ἑλλάδος εἰς αὐτὸ τὸ πρυτανεῖον τῆς σοφίας, von Athen gesagt, Plat. Prot. 337 d. – 2) In Athen hieß ein Gerichtshof τὸ ἐπὶ πρυτανείῳ δικαστήριον, Dem. 23, 76; dah. οἱ ἐκ πρυτανείου καταδικασθέντες, Plut. Salon 19. – 3) τὰ πρ υτανεῖα, eine gewisse Geldsumme, welche Kläger u. Beklagte vor Anfang des Processes bei dem betreffenden Gerichtshofe niederlegen mußten, das sacramentum der Römer; wer den Proceß verlor, ging nicht bloß seines Geldes verlustig, sondern mußte auch dem gewinnenden Theile das seinige ersetzen. Bei solchen Processen, die auf 100 bis 1000 Drachmen geschätzt waren, betrug es 3 Drachmen für jeden Theil, bei einer Sache von 1001 dis 10, 000 Drachmen 30 u. s. f., vgl. Dem. 43, 71 im Gesetz. Hsrpocr. u. Böckh's Staatshaush. I p. 369; dah. τιθέναι πρυτανεῖά τινι, so viel wie Einen anklagen, θείς μοι πρυτανεῖ' ἀπ ολεῖν μέ φησι, Ar. Nub. 1120. 1162, u. οὐ δέχονται τῇ νουμηνίᾳ ἀρχαὶ τὰ πρυτανεῖα, sie nehmen die Klage nicht an, 1179; vgl. noch 1181. 1236 Vesp. 659; Dem. 47, 64.
Greek (Liddell-Scott)
πρῠτᾰνεῖον: Ἰων. -ήιον (ὡσαύτως ἔν τινι Κρητικῇ Ἐπιγρ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 52), τό, ἡ αἴθουσα τοῦ πρυτάνεως, προέδρου, Λατ. curia δημόσιον οἰκοδόμημα ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς πόλεσιν, Ἡρόδ. 1. 146., 3. 57., 7. 197, Θουκ. 2. 15, κτλ.· ἦτο δὲ καθιερωμένον τῇ Ἑστίᾳ (Vesta) (Πινδ. Ν. 11, 1), εἰς τιμὴν τῆς ὁποίας ἐκαίετο ἀκοίμητον πῦρ, ὅπερ εἰς τὰς ἀποικίας ἐφέρετο ἐν ἀρχῇ ἐκ τοῦ τῆς μητροπόλεως πρυτανείου. Ἐν Ἀθήναις ἐκαλεῖτο καὶ θόλος, καὶ ἐν αὐτῷ οἱ ἑκάστοτε πρυτάνεις καὶ ἄλλοι τινὲς ἄρχοντες ἐσιτοῦντο καὶ ὅπου ἐξένιζον δημοσίᾳ δαπάνῃ τοὺς ξένους πρέσβεις, Ἀριστοφ. Ἀχ. 125, Δημ. 350. 24· ὡσαύτως πολῖται μεγάλως τὴν πολιτείαν εὐεργετήσαντες καὶ τὰ τέκνα τῶν πεσόντων ἐν μάχῃ συχνάκις ἀντημείβοντο διὰ τῆς ἐν τῷ πρυτανείῳ σιτήσεως, ἐν πρυτανείῳ δειπνεῖν, σιτεῖσθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1084, Πλάτ. Ἀπολ. 36D, Δημ. 414. 9, κτλ.· (ἴδε σίτησις)· περὶ τούτου λέγει ὁ Liv. 41. 20, Lementrale urbis, ubi publice, quibus is honos datus est, vescuntur· ἐπὶ δεῖπνον εἰς τὸ πρ. καλεῖν τινα Δημ. 1210. 12, Αἰσχίν. 34. 13, πρβλ. Ἀριστ. Ἱππ. 1404, Συλλ. Ἐπιγρ. 84. 87, 106· οὗ γὰρ μὴ τίθενται συμβολαί, πρυτανεῖα πάντα ταῦτα προσαγορευτέα, πρέπει νὰ ὀνομάζωνται πρυτανεῖα, δηλ. μέρη ἔνθα δύναταί τις νὰ δειπνῇ ἄνευ οὐδεμιᾶς δαπάνης, Τιμοκλῆς ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 18· ἐντεῦθεν ὁ Πλάτων καλεῖ τὰς Ἀθήνας τῆς Ἑλλάδος αὐτὸ τὸ πρ. τῆς σοφίας, Πρωτ. 337D, πρβλ. Θεοπόμπ. Ἱστ. Ἀποσπ. 297. ΙΙ. δικαστήριον ἐν Ἀθήναις, τὸ ἐπὶ πρυτανείῳ δικαστήριον, οἱ ἐκ πρυτανείου καταδικασθέντες Δημ. 645. 15, Πλουτ. Σόλων 19. 2) πρυτανεῖα, τά, τὸ ἀργύριον ὃ προκατετίθεσαν οἱ δικαζόμενοι πρὸ τῆς δίκης, Λατιν. sacramentum, Ἀριστοφ. Νεφ. 1136, 1180, κ. ἀλλ.· ὁ καταδικαζόμενος οὐ μόνον τὰ ἴδια χρήματα ἐζημιοῦτο ἀλλὰ καὶ ὤφειλε νὰ πληρώσῃ τὸν ἀντίδικον· τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων ἦτο διάφορον κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὴν σπουδαιότητα τῆς ὑποθέσεως· τὰς ἀναλογίας παρέχει ὁ Böckh P. E. 2. 64, Herm. Pol. Ant. §140· αἱ καταβολαὶ αὗται ἀπετέλουν μέρος τῶν δημοσίων προσόδων, Ἀριστοφ. Σφ. 659· - τίθημι πδρυτανεῖά τινι, καταθέτω χρήματα ἐναντίον τινός, κάμνω ἀγωγὴν κατ’ αὐτοῦ, Λατ. sacramento aliquem provocare, Ἀριστοφάν. Νεφ. 1136, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 73c 14· πρ. τιθέτω ὁ διώκων τοῦ αὑτοῦ μέρους Δημ. 1074 ἐν τέλ.· ἵν’ αἱ θέσεις γίγνοιντο τῇ νουμηνίᾳ (ἐξυπακ. τῶν πρυτανείων) Ἀριστοφ. Νεφ. 1191· δέχομαι τὰ πρ., δέχομαι τὴν καταβολήν, δηλ. ἐπιτρέπω τὴν προσαγωγὴν τῆς ἀγωγῆς, αὐτόθι 1197· πρ. ἐκτίνω, πληρώνω τὴν καταβολὴν ταύτην, Δημ. 1158. 22· περὶ τῆς λέξεως πρυτανεῖον καθόλου ἴδε Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. (ἔκδ. Blass) 3. 17, 4. 3, 91, 11. 36, 17· ἴδε καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 prytanée, édifice public des Cités grecques, pour y entretenir le foyer sacré et y nourrir les hôtes publics et les pensionnaires de l’État ; tribunal qui siégeait dans le prytanée, à Athènes;
2 τὰ πρυτανεῖα sommes qu’on déposait d’avance pour frais de procédure.
Étymologie: πρύτανις.
English (Slater)
πρῠτᾰνεῑον
1 town hall παῖ Ῥέας, ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία (τὰ πρυτανεῖά φησι λαχεῖν τὴν Ἑστίαν, παρόσον αἱ τῶν πολέων ἑστίαι ἐν τοῖς πρυτανείοις ἀφίδρυνται Σ.) (N. 11.1)
Greek Monotonic
πρῠτᾰνεῖον: Ιων. -ήϊον, τό (πρύτανις),
I. αίθουσα του πρυτάνεως, δημαρχείο, Λατ. curia, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ήταν αφιερωμένο στην Εστία (Vesta), προς τιμήν της οποίας έκαιγε αέναη φωτιά, η οποία ερχόταν στις αποικίες από το πρυτανείο της μητρόπολης· στην Αθήνα οι πρυτάνεις σιτίζονταν εκεί και διασκέδαζαν τους ξένους πρέσβεις δημοσία δαπάνη, σε Αριστοφ., Δημ.· οι πολίτες επίσης που ευεργέτησαν την πολιτεία καθώς και τα παιδιά αυτών που έπεσαν στη μάχη ανταμείβονταν με σίτιση στο πρυτανείο, ἐν πρυτανείῳ δειπνεῖν, σιτεῖσθαι, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. 1. δικαστήριο στην Αθήνα, σε Δημ., Πλούτ.
2. πρυτανεῖα, τά, σύνολο χρημάτων που κατατίθεται από τον κάθε αντίδικο στο δικαστήριο πριν ξεκινήσει η δίκη, σε Αριστοφ. κ.λπ.· τιθέναι πρυτανεῖά τινι, καταθέτω χρήματα εναντίον κάποιου, δηλ. κάνω αγωγή εναντίον του, στον ίδ.· ἵν' αἱ θέσεις γίγνοιντο τῇ νουμηνίᾳ (ενν. τῶν πρυτανείων), στον ίδ.· δέχεσθαι τὰ πρυτανεῖα, δέχομαι την καταβολή, δηλ. επιτρέπω την εισαγωγή της αγωγής, στον ίδ.