χερσεύω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[χέρσος]]<br />(το παθ.) <i>χερσεύομαι</i><br />μεταβάλλομαι σε χέρσο, [[γίνομαι]] [[ξερός]] και [[άγονος]], χερσώνομαι (α. «γῆν χερσευομένην», Ευσ.<br />β. «ἀγαθὴ γῆ πέφυκεν, ἀλλ' ἀμεληθεῑσα χερσεύεται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζω ή βρίσκομαι στη [[στεριά]] («[[χελώνη]] μὴ δυναμένη χερσεύειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[περιοχή]]) [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[χέρσος]], [[άγονος]] (α. «πλείους εἰσὶν οἱ πρότερον ἔνυδροι, νῡν δὲ χερσεύοντες», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «τὰς εὐκάρπους ἀρούρας χερσεύειν ἐᾷ», Φίλ.)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[περιοχή]]) [[εγκαταλείπω]] ώστε να χερσώσει.
|mltxt=ΜΑ [[χέρσος]]<br />(το παθ.) <i>χερσεύομαι</i><br />μεταβάλλομαι σε χέρσο, [[γίνομαι]] [[ξερός]] και [[άγονος]], χερσώνομαι (α. «γῆν χερσευομένην», Ευσ.<br />β. «ἀγαθὴ γῆ πέφυκεν, ἀλλ' ἀμεληθεῑσα χερσεύεται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζω ή βρίσκομαι στη [[στεριά]] («[[χελώνη]] μὴ δυναμένη χερσεύειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[περιοχή]]) [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[χέρσος]], [[άγονος]] (α. «πλείους εἰσὶν οἱ πρότερον ἔνυδροι, νῡν δὲ χερσεύοντες», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «τὰς εὐκάρπους ἀρούρας χερσεύειν ἐᾷ», Φίλ.)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[περιοχή]]) [[εγκαταλείπω]] ώστε να χερσώσει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''χερσεύω:''' ζω στην [[ξηρά]], κάνω [[κάτι]] ξηρό ή άγονο, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 02:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερσεύω Medium diacritics: χερσεύω Low diacritics: χερσεύω Capitals: ΧΕΡΣΕΥΩ
Transliteration A: cherseúō Transliteration B: cherseuō Transliteration C: cherseyo Beta Code: xerseu/w

English (LSJ)

intr.,

   A abide on dry land, live or lie thereon, S.Fr.321, E.Fr.636, Plu.2.982b.    2 to be dry land, opp. ἔνυδρος εἶναι, Arist.Mete.352a23.    b lie waste or barren, X.Oec. 5.17, 16.5.    II Pass., to be left as dry land, opp. πλωτὰ εἶναι, Arist.Mete.353a25 (v.l. -εύει).    III make or leave barren, PTeb.61 (b).114, 74.29 (ii B. C.):—Pass., to be made, become barren, Plu.2.2d, Epist.Philipp. in IG9(2).517.30 (Larissa, iii B. C.), PTeb.61 (b).144, 202, al. (ii B. C.), BGU1120.31 (i B. C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1351] 1) intrans., a) wüst od. öde liegen, unbekannt oder unfruchtbar sein, Xen. oec. 5, 17. 16, 5. – b) sich auf dem festen Lande aufhalten, darauf leben, Plut. sol. an. 33; auch aus dem Wasser aufs feste Land gehen, Philostr. – 2) trans., öde, leer machen, verwais't machen, Eur. frg. Polyid. 1, 3; pass. unfruchtbar werden, verwildern, Plut. De educ. lib. 4.

Greek (Liddell-Scott)

χερσεύω: ἀμεταβ., ζῶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ζῶ ἢ κεῖμαι ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Σοφ. Ἀποσπ. 417, Εὐρ. Ἀποσπ. 637· χελώνη μὴ δυναμένη χερσεύειν πολὺν χρόνον Πλούτ. 2. 982Β. 2) εἶμαι ξηρὰ γῆ, ἀντίθετ. τῷ ἔνυδρος εἶναι, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 13· - κεῖμαι ἔρημος ἢ ἄγονος, μένω χέρσος, ἀκαλλιέργητος, ὅπου δ’ ἂν ἀναγκασθῇ ἡ γῆ χερσεύειν ἀποσβέννυνται καὶ αἱ ἄλλαι τέχναι Ξεν. Οἰκ. 5, 17., 16, 5. ΙΙ. μεταβ., ἀφίνω ὡς ξηράν. - Παθ., μένω ὡς ξηρά· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πλωτὰ γενέσθαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 27. 2) κάμνω τι ξηρὸν καὶ ἄγονον. - Παθ., γίνομαι οὕτω, Πλούτ. 2. 2D.

French (Bailly abrégé)

I. intr. :
1 rester en friche, être inculte, être stérile;
2 se fixer ou vivre sur la terre ferme;
II. tr. laisser en friche ; Pass. rester en friche, être inculte.
Étymologie: χέρσος.

Greek Monolingual

ΜΑ χέρσος
(το παθ.) χερσεύομαι
μεταβάλλομαι σε χέρσο, γίνομαι ξερός και άγονος, χερσώνομαι (α. «γῆν χερσευομένην», Ευσ.
β. «ἀγαθὴ γῆ πέφυκεν, ἀλλ' ἀμεληθεῑσα χερσεύεται», Πλούτ.)
αρχ.
1. ζω ή βρίσκομαι στη στεριάχελώνη μὴ δυναμένη χερσεύειν», Πλούτ.)
2. (για περιοχή) είμαι ή γίνομαι χέρσος, άγονος (α. «πλείους εἰσὶν οἱ πρότερον ἔνυδροι, νῡν δὲ χερσεύοντες», Αριστοτ.
β. «τὰς εὐκάρπους ἀρούρας χερσεύειν ἐᾷ», Φίλ.)
3. (σχετικά με περιοχή) εγκαταλείπω ώστε να χερσώσει.

Greek Monotonic

χερσεύω: ζω στην ξηρά, κάνω κάτι ξηρό ή άγονο, σε Ξεν.