χερσεύω: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χερσεύω:''' ζω στην [[ξηρά]], κάνω [[κάτι]] ξηρό ή άγονο, σε Ξεν. | |lsmtext='''χερσεύω:''' ζω στην [[ξηρά]], κάνω [[κάτι]] ξηρό ή άγονο, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χερσεύω:''' <b class="num">1)</b> находиться на суше Soph., Eur., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> тж. med. представлять собой сушу (τόποι χερσεύοντες Arst.): οὐκ ἀεὶ ταὐτὰ χερσεύεται τῆς γῆς Xen. не всегда одни и те же части земли являются сушей;<br /><b class="num">3)</b> тж. med. быть сухим, безводным, оставаться невозделанным (ἡ γῆ χερσεύει Arst., тж. χερσεύεται Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
English (LSJ)
intr.,
A abide on dry land, live or lie thereon, S.Fr.321, E.Fr.636, Plu.2.982b. 2 to be dry land, opp. ἔνυδρος εἶναι, Arist.Mete.352a23. b lie waste or barren, X.Oec. 5.17, 16.5. II Pass., to be left as dry land, opp. πλωτὰ εἶναι, Arist.Mete.353a25 (v.l. -εύει). III make or leave barren, PTeb.61 (b).114, 74.29 (ii B. C.):—Pass., to be made, become barren, Plu.2.2d, Epist.Philipp. in IG9(2).517.30 (Larissa, iii B. C.), PTeb.61 (b).144, 202, al. (ii B. C.), BGU1120.31 (i B. C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1351] 1) intrans., a) wüst od. öde liegen, unbekannt oder unfruchtbar sein, Xen. oec. 5, 17. 16, 5. – b) sich auf dem festen Lande aufhalten, darauf leben, Plut. sol. an. 33; auch aus dem Wasser aufs feste Land gehen, Philostr. – 2) trans., öde, leer machen, verwais't machen, Eur. frg. Polyid. 1, 3; pass. unfruchtbar werden, verwildern, Plut. De educ. lib. 4.
Greek (Liddell-Scott)
χερσεύω: ἀμεταβ., ζῶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ζῶ ἢ κεῖμαι ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Σοφ. Ἀποσπ. 417, Εὐρ. Ἀποσπ. 637· χελώνη μὴ δυναμένη χερσεύειν πολὺν χρόνον Πλούτ. 2. 982Β. 2) εἶμαι ξηρὰ γῆ, ἀντίθετ. τῷ ἔνυδρος εἶναι, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 13· - κεῖμαι ἔρημος ἢ ἄγονος, μένω χέρσος, ἀκαλλιέργητος, ὅπου δ’ ἂν ἀναγκασθῇ ἡ γῆ χερσεύειν ἀποσβέννυνται καὶ αἱ ἄλλαι τέχναι Ξεν. Οἰκ. 5, 17., 16, 5. ΙΙ. μεταβ., ἀφίνω ὡς ξηράν. - Παθ., μένω ὡς ξηρά· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πλωτὰ γενέσθαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 27. 2) κάμνω τι ξηρὸν καὶ ἄγονον. - Παθ., γίνομαι οὕτω, Πλούτ. 2. 2D.
French (Bailly abrégé)
I. intr. :
1 rester en friche, être inculte, être stérile;
2 se fixer ou vivre sur la terre ferme;
II. tr. laisser en friche ; Pass. rester en friche, être inculte.
Étymologie: χέρσος.
Greek Monolingual
ΜΑ χέρσος
(το παθ.) χερσεύομαι
μεταβάλλομαι σε χέρσο, γίνομαι ξερός και άγονος, χερσώνομαι (α. «γῆν χερσευομένην», Ευσ.
β. «ἀγαθὴ γῆ πέφυκεν, ἀλλ' ἀμεληθεῑσα χερσεύεται», Πλούτ.)
αρχ.
1. ζω ή βρίσκομαι στη στεριά («χελώνη μὴ δυναμένη χερσεύειν», Πλούτ.)
2. (για περιοχή) είμαι ή γίνομαι χέρσος, άγονος (α. «πλείους εἰσὶν οἱ πρότερον ἔνυδροι, νῡν δὲ χερσεύοντες», Αριστοτ.
β. «τὰς εὐκάρπους ἀρούρας χερσεύειν ἐᾷ», Φίλ.)
3. (σχετικά με περιοχή) εγκαταλείπω ώστε να χερσώσει.
Greek Monotonic
χερσεύω: ζω στην ξηρά, κάνω κάτι ξηρό ή άγονο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χερσεύω: 1) находиться на суше Soph., Eur., Plut.;
2) тж. med. представлять собой сушу (τόποι χερσεύοντες Arst.): οὐκ ἀεὶ ταὐτὰ χερσεύεται τῆς γῆς Xen. не всегда одни и те же части земли являются сушей;
3) тж. med. быть сухим, безводным, оставаться невозделанным (ἡ γῆ χερσεύει Arst., тж. χερσεύεται Plut.).