γογγύζω: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γογγύζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[γογγύζω]], [[γκρινιάζω]], [[μουρμουρίζω]], [[αγανακτώ]], σε Καινή Διαθήκη (ηχομιμ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''γογγύζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[γογγύζω]], [[γκρινιάζω]], [[μουρμουρίζω]], [[αγανακτώ]], σε Καινή Διαθήκη (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''γογγύζω:''' выражать недовольство, роптать NT.
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γογγύζω Medium diacritics: γογγύζω Low diacritics: γογγύζω Capitals: ΓΟΓΓΥΖΩ
Transliteration A: gongýzō Transliteration B: gongyzō Transliteration C: goggyzo Beta Code: goggu/zw

English (LSJ)

Ion. (Phryn.336) and later Gr. for Att. τονθορύζω,

   A mutter, murmur, grumble, ἐπί τινι LXX Nu.14.29, cf. 17.5; κατά τινος Ev.Matt.20.11; περί τινος Ev.Jo.6.41, etc.: abs., PPetr.3p.130 (iii B. C.), LXX Nu.11.1, POxy.33 iii 14 (ii A. D.), Arr.Epict.1.29.55.    2 of doves, coo, Poll.5.89. (Cf. Skt. ga[ndot ]gūyati 'utter cries of joy'.)

German (Pape)

[Seite 500] murren, unwillig sein, N. T., Sp.; nach Poll. 5, 89 gurren, von Tauben.

Greek (Liddell-Scott)

γογγύζω: ἀόρ. ἐγόγγῠσα, «μουρμουρίζω», ἀγανακτῶ, Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 29, 55 κ. ἀλλ., Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 11, κ. Ἰω. Ϛ΄, 41, κτλ.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 358. 2) ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν περιστερῶν, Πολυδ. Ε΄, 89, (Πρβλ. Σανσκρ. gunǵ, gunǵ âmi (murmuro) Σλαυ. (gagnanije (γογγυσμός).)

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao. ἐγόγγυσα;
murmurer, gronder sourdement.
Étymologie: R. Γυγ, murmurer.

Spanish (DGE)

1 gener. c. suj. colect. murmurar contra, reprobar c. rég. prep. καὶ ἐγόγγυζεν ἐκεῖ ὁ λαὸς πρὸς Μωυσῆν LXX Ex.17.3, ἐπ' ἐμοί LXX Nu.14.29, cf. 17.6, κατὰ τοῦ οἰκοδεσπότου Eu.Matt.20.11, πρὸς τοὺς μαθητάς Eu.Luc.5.30, περὶ αὐτοῦ Eu.Io.6.41, c. ac. int. πονηρὰ ἔναντι κυρίου LXX Nu.11.1, τὴν γόγγυσιν ... ἣν ἐγόγγυσαν περὶ ὑμῶν LXX Nu.14.27, cf. Eu.Io.7.32
abs. murmurar, rezongar τὸ πλήρωμα γογγύζει φάμενοι (sic) ἀδικεῖσθαι PPetr.3.43.3.20 (III a.C.), μετ' ἀλλήλων Eu.Io.6.43, cf. 1Ep.Cor.10.10, Arr.Epict.1.29.55, A.Al.11B.3, tb. c. suj. individual, M.Ant.2.3, Dor.Ab.V.Dosith.7.19, jón. por τονθορύζω Phryn.335
c. dat. censurar οἰκέτῃ σοφῷ ... οὐ γογγύσει LXX Si.10.25.
2 de las palomas arrullar Poll.5.89.

• Etimología: Origen onomat.

English (Strong)

of uncertain derivation; to grumble: murmur.

English (Thayer)

imperfect ἐγόγγυζον; 1st aorist ἐγογγυσα; to murmur, mutter, grumble, say anything in a low tone (according to Pollux and Phavorinus used of the cooing of doves, like the τονθρύζω and τονθορύζω of the more elegant Greek writings; cf. Lob. ad Phryn., p. 358; (Winer s Grammar, 22; Lightfoot on τί περί τίνος, πρός τινα, μετ' ἀλλήλων, κατά ἰτνος, περί τίνος, Sept.; Antoninus 2,3; Epictetus diss. 1,29, 55; 4,1, 79; (others).) (Compare: διαγογγύζω.)

Greek Monolingual

(AM γογγύζω)
δυσανασχετώ, παραπονιέμαι
μσν.- νεοελλ.
1. βογγώ από πόνο
2. κακολογώ
αρχ.
(για περιστέρια) γουργουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ηχομιμητική, αβέβαιης ετυμολ. Σχετίζεται πιθ. με το γαγγαίνειν (πρβλ. αρχ. ινδ. gańgūyati «φωνάζω»)].

Greek Monotonic

γογγύζω: μέλ. -σω, γογγύζω, γκρινιάζω, μουρμουρίζω, αγανακτώ, σε Καινή Διαθήκη (ηχομιμ. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

γογγύζω: выражать недовольство, роптать NT.