ἰταμός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰτᾰμός:''' [ῐ], -ή, -όν ([[εἶμι]], [[ibo]]), [[ορμητικός]], γρήγορος, απρόσεχτος, [[παράτολμος]], [[ασυλλόγιστος]], αναίσχυντος, Λατ. [[audax]], σε Αισχύλ., Δημ.
|lsmtext='''ἰτᾰμός:''' [ῐ], -ή, -όν ([[εἶμι]], [[ibo]]), [[ορμητικός]], γρήγορος, απρόσεχτος, [[παράτολμος]], [[ασυλλόγιστος]], αναίσχυντος, Λατ. [[audax]], σε Αισχύλ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰτᾰμός:''' (ῐ)<br /><b class="num">1)</b> стремительный, нетерпеливый (κύνες Aesch. ap. Arph.);<br /><b class="num">2)</b> решительный, быстрый ([[βοήθεια]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> дерзновенный, дерзостный ([[πονηρία]] Dem.).
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰτᾰμός Medium diacritics: ἰταμός Low diacritics: ιταμός Capitals: ΙΤΑΜΟΣ
Transliteration A: itamós Transliteration B: itamos Transliteration C: itamos Beta Code: i)tamo/s

English (LSJ)

ή, όν, (εἶμι

   A ibo, ἴτης) headlong, hasty, eager, κύνες A.Fr.282, Alex.234; ἰ. πρόσωπον Nicol.Com.1.28; bold, reckless, ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία D.25.24; ἀναιδὴς καὶ ἰ. Men.Epit.311; ἰ. πρὸς τὸ πράττειν Arist.Pr.953b4; πρὸς τὰ δεινά Plu. Galb.25; πρὸς λόγους ἰταμώτερος Id.2.1041a: Sup. -ώτατος Phld.Rh. 1.341 S., Luc.Icar.30; τὸ ἰ., = ἰταμότης, Plu.Fab.19, etc.; vigour of style, Diog.Oen.12; τὸ ἰ. τῆς ψυχῆς Plu.Rom.7; ἰ. τι δεδορκώς Luc. Fug.19; ἰ. ἀντιβλέπειν Ael.NA17.12. Adv. -μῶς Alex.105, Euphro 1.25, Men.Pk.306, Plu.2.93b, Gal.11.232; οἱ ἰ. πολιτευόμενοι D.8.68: Comp. -ώτερον Pl.Lg.773b; -ώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι D.19.233.

German (Pape)

[Seite 1274] (εἶμι, vgl. ἴτης), der dreist darauf losgeht, keck, verwegen; ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία, im Ggstz von βραδὺ καὶ ὀκνηρόν, Dem. 25, 24; πρός τι, Arist. probl. 29, 1; Sp., wie Plut. Galb. 25, τὸ ἰταμὸν τῆς ψυχῆς Rom. 7, Keckheit, Entschiedenheit. – Unverschämt, κύνες Ar. Ran. 1292. – Adv., ἰταμώτερον ἅμα καὶ θᾶττον τοῦ δέοντος πρὸς πάσας τὰς πράξεις φερόμενον, unbesonnen, Plat. Legg. VI, 773 d; Dem. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἰτᾰμός: ῐ, ή, όν, (εἶμι, ἴτης) ὁρμητικός, σπεύδων, κύνες Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 234) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1292. ἕτοιμος πρὸς πᾶν πρᾶγμα, παράτολμος, θρασύς, ἀναίσχυντος, ἀσυλλόγιστος, ἄσωτος, ὡς τὸ Λατ. audax, ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία Δημ. 777. 3· ἰτ. πρός τι Ἀριστ. Προβλ. 30. 6, Πλουτ. Γάλβ. 25· ἰταμώτερος πρός λόγους ὁ αὐτ. 2. 1041Α· τὸ ἴταμὸν ἰταμότης, ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 19, κτλ.· τό ἰτ. τῆς ψυχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 7. ἰταμόν τι δεδορκὼς Λουκ., Δραπέτ. 19· ἰτ. ἀντιβλέπειν Αἰλ. π. Ζ. 17. 12. - Ἐπίρρ. -μῶς, Ἄλεξ. ἐν «Κνιδίᾳ» 1, ἐν «Φαίδρῳ» 2˙ Συγκρ. - ώτερον. Πλάτ. Νόμ. 773Β· ἰταμώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι Δημ. 414. 1· Ὑπερθ., -ώτατος Λουκ. Ἰκαρομ. 30.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 vif, ardent;
2 hardi, effronté, impudent ; τὸ ἰταμόν, hardiesse, impudence ; adv. • ἰταμὸν ἀντιβλέπειν ÉL regarder en face avec effronterie;
Cp. ἰταμώτερος, Sp. ἰταμώτατος.
Étymologie: ἴτης.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰταμός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, αναίσχυντος
2. το ουδ. ως ουσ. το ιταμό(ν)
η αυθάδεια, η θρασύτητα, η ιταμότητα
αρχ.
1. ορμητικός, τολμηρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰταμόν
η τολμηρότητα, η ορμητικότητα.
επίρρ...
ιταμώς (Α ἰταμῶς)
με αναίδεια, με θρασύτητα, ασύστολα
αρχ.
ορμητικά, τολμηρά, ριψοκίνδυνα, θαρραλέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -της που ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα -ι- του εἶμι (πρβλ. -έναι, -τός). Το επίθημα της λ. ἰτ-αμός δημιουργεί πρόβλημα, γιατί αυτό εμφανίζεται —εξαιρέσει τών μηδ-αμός, ουδ-αμός— μόνο σε ουσ. (πρβλ. ουλ-αμός, ποτ-αμός). Τόσο η λ. ἴτης όσο και η ἰταμός πρέπει να ήταν τ. της καθομιλουμένης αττικής διαλέκτου.
ΠΑΡ. ιταμότητα(-της)
αρχ.
ιταμεύομαι, ιταμία
μσν.
ιταμώδης].

Greek Monotonic

ἰτᾰμός: [ῐ], -ή, -όν (εἶμι, ibo), ορμητικός, γρήγορος, απρόσεχτος, παράτολμος, ασυλλόγιστος, αναίσχυντος, Λατ. audax, σε Αισχύλ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἰτᾰμός: (ῐ)
1) стремительный, нетерпеливый (κύνες Aesch. ap. Arph.);
2) решительный, быстрый (βοήθεια Plut.);
3) дерзновенный, дерзостный (πονηρία Dem.).