λυχνία: Difference between revisions
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
(23) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[λυχνία]]) [[λύχνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[συσκευή]] που παράγει φως με [[καύση]] ρευστών υλών ή αερίων ή με ηλεκτρικό [[ρεύμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λύχνος]], [[λυχνάρι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[λυχνοστάτης]]. | |mltxt=η (AM [[λυχνία]]) [[λύχνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[συσκευή]] που παράγει φως με [[καύση]] ρευστών υλών ή αερίων ή με ηλεκτρικό [[ρεύμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λύχνος]], [[λυχνάρι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[λυχνοστάτης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λυχνία:''' ἡ<b class="num">1)</b> светильник Plut., Luc., NT;<br /><b class="num">2)</b> подсвечник ([[λύχνον]] ἐπὶ τὴν λυχνίαν τιθέναι NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A lampstand, SIG1106.118 (Cos, iv/iii B. C.), IG11(2).161C66,68 (Delos, iii B. C.), LXX Ex.25.30(31), al., PGrenf.1.14.6 (ii B. C.), Ev.Matt.5.15, Plu.Dio9, Luc.Asin.40, etc.: condemned by Phryn. 289.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνία: ἡ, λυχνοστάτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 13, 3071. 8, Πλουτ. Δίων 9, Λουκ. Ὄν. 40, κτλ.· ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, Λοβ. Φρύν. 313.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chandelier ou lampe.
Étymologie: λύχνος.
Spanish
English (Strong)
from λύχνος; a lamp-stand (literally or figuratively): candlestick.
English (Thayer)
λυχνίας, ἡ, a later Greek word for the earlier λυχνίον, see Lob. ad Phryn., p. 313 f; (Wetstein (1752) on Winer s Grammar, 24); the Sept. for מְנורָה; a (candlestick) lampstand, candelabrum: Buttmann, 81 (70); Winer's Grammar, 536 (499)); to the seven 'candlesticks' (A. V. lamps; cf. B. D. (especially the American edition), under the word Smith's Bible Dictionary, Candlestick)) also the seven more conspicuous churches of Asia are compared in κινεῖν τήν λυχνίαν τίνος (ἐκκλησίας) ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς, to move a church out of the place which it has hitherto held among the churches; to take it out of the number of churches, remove it altogether, Revelation 2:5.
Greek Monolingual
η (AM λυχνία) λύχνος
νεοελλ.
κάθε συσκευή που παράγει φως με καύση ρευστών υλών ή αερίων ή με ηλεκτρικό ρεύμα
μσν.
λύχνος, λυχνάρι
μσν.-αρχ.
λυχνοστάτης.
Russian (Dvoretsky)
λυχνία: ἡ1) светильник Plut., Luc., NT;
2) подсвечник (λύχνον ἐπὶ τὴν λυχνίαν τιθέναι NT).