Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διεῖπον: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διεῖπον:''' στον Όμηρ. επίσης <i>δια-εῖπον</i>, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του [[διαγορεύω]]·<br /><b class="num">1.</b> λέω εντελώς, [[μιλώ]] ολοκληρωμένα ή με [[σαφήνεια]], σε Όμηρ., Σοφ.· [[εξηγώ]], [[ερμηνεύω]] [[αίνιγμα]] ή γρίφο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μιλώ]], [[συζητώ]] με κάποιον [[άλλο]], [[συνδιαλέγομαι]], [[συνομιλώ]], [[διαειπέμεν]] ἀλλήλοισιν, σε Ομήρ. Οδ. (μέλ. <i>δι-ερῶ</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>δι-ερρήθην</i>).
|lsmtext='''διεῖπον:''' στον Όμηρ. επίσης <i>δια-εῖπον</i>, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του [[διαγορεύω]]·<br /><b class="num">1.</b> λέω εντελώς, [[μιλώ]] ολοκληρωμένα ή με [[σαφήνεια]], σε Όμηρ., Σοφ.· [[εξηγώ]], [[ερμηνεύω]] [[αίνιγμα]] ή γρίφο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μιλώ]], [[συζητώ]] με κάποιον [[άλλο]], [[συνδιαλέγομαι]], [[συνομιλώ]], [[διαειπέμεν]] ἀλλήλοισιν, σε Ομήρ. Οδ. (μέλ. <i>δι-ερῶ</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>δι-ερρήθην</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''διεῖπον:''' <b class="num">I</b> [aor. 2 к [[διαγορεύω]]<br /><b class="num">1)</b> поговорить, побеседовать (ἀλλήλοισιν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> обстоятельно рассказать (τι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> возвестить, предсказать ([[φόνος]], ὃν [[Λοξίας]] διεῖπε χρῆναι [[θανεῖν]] Soph.);<br /><b class="num">4)</b> разгадать (τὸ [[αἴνιγμα]] Soph.);<br /><b class="num">5)</b> med. установить, определить (ἐν ᾧ χρόνῳ ἀποδώσει, sc. τὰ χρήματα Arst.).<br /><b class="num">II</b> impf. к [[διέπω]].
}}
}}

Revision as of 08:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεῖπον Medium diacritics: διεῖπον Low diacritics: διείπον Capitals: ΔΙΕΙΠΟΝ
Transliteration A: dieîpon Transliteration B: dieipon Transliteration C: dieipon Beta Code: diei=pon

English (LSJ)

in Hom. also διαεῖπον (v. infr.), serving as aor. 2 to διαγορεύω:—

   A tell fully or distinctly, μεμιγμένοι . . ἦ ἀπάνευθε; δίειπέ μοι, ὄφρα δαείω Il.10.425; τρόπον πόνων S.Tr.22; declare, of an oracle, Id.OT854; interpret a riddle, ib.394, cf. Pl.Plt.275a.    2 speak one with another, converse, διαειπέμεν ἀλλήλοισιν Od.4.215.    II Med., fix upon, agree, διειπάμενος ἐν ᾧ [χρόνῳ] ἀποδώσει Arist.Oec.1351b5: abs., Id.EE1243a31, Leg.Gort.9.27.

Greek (Liddell-Scott)

διεῖπον: παρ’ Ὁμήρῳ ὡσαύτως διαεῖπον (ὃ ἐ. διαϝεῖπον), χρησιμεῦον ὡς ἀόρ. β΄ τοῦ διαγορεύω˙ - λέγω ἐντελῶς, λέγω ἀνελλιπῶς ἢ σαφῶς, τὰ ἕκαστα διείπομεν Ἰλ. Λ. 705, Ὀδ. Μ. 16˙ μεμιγμένοι…, ἢ ἀπάνευθε; δίειπέ μοι, ὄφρα δαείω Ἰλ. Κ. 425˙ τὸ αἴνιγμα δ. Σοφ. Ο. Τ. 394˙ τρόπον πόνων ὁ αὐτ. Τρ. 22˙ διακηρύττω, προλέγω ἐπὶ χρησμοῦ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 854˙ ἑρμηνεύω αἴνιγμα ἢ γρῖφον, αὐτόθι 394˙ οὕτω παρὰ Πλάτ. 2) ὁμιλῶ ἀμοιβαίως, διαλέγομαι, συνομιλῶ, διαειπέμεν ἀλλήλοισιν Ὀδ. Δ. 215. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁρίζω τι ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, συμφωνῶ, ἐν ᾧ χρόνῳ ἀποδώσει Ἀριστ. Οἰκ. 2. 30, 1, πρβλ. Ἠθ. Ε. 7. 10, 22. - Πρβλ. διερῶ, διείρηκα.

French (Bailly abrégé)

1 expliquer clairement, acc.;
2 déclarer en parl. d’un oracle;
3 dire en échange, échanger des paroles, s’entretenir : ἀλλήλοισιν OD les uns avec les autres.
Étymologie: διά, εἶπον.
2v. διέπω.

English (Autenrieth)

(ϝεῖπον), inf. διαειπέμεν, imp. δίειπε: tell or talk over fully, Il. 10.425 and Od. 4.215.

Spanish (DGE)

v. διαλέγω.

Greek Monotonic

διεῖπον: στον Όμηρ. επίσης δια-εῖπον, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του διαγορεύω·
1. λέω εντελώς, μιλώ ολοκληρωμένα ή με σαφήνεια, σε Όμηρ., Σοφ.· εξηγώ, ερμηνεύω αίνιγμα ή γρίφο, στον ίδ.
2. μιλώ, συζητώ με κάποιον άλλο, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, διαειπέμεν ἀλλήλοισιν, σε Ομήρ. Οδ. (μέλ. δι-ερῶ, Παθ. αόρ. αʹ δι-ερρήθην).

Russian (Dvoretsky)

διεῖπον: I [aor. 2 к διαγορεύω
1) поговорить, побеседовать (ἀλλήλοισιν Hom.);
2) обстоятельно рассказать (τι Plat.);
3) возвестить, предсказать (φόνος, ὃν Λοξίας διεῖπε χρῆναι θανεῖν Soph.);
4) разгадать (τὸ αἴνιγμα Soph.);
5) med. установить, определить (ἐν ᾧ χρόνῳ ἀποδώσει, sc. τὰ χρήματα Arst.).
II impf. к διέπω.