στρυφνός: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στρυφνός:''' -ή, -όν ([[στύφω]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[γεύση]] που συσπά το [[στόμα]], [[οξεία]], δριμεία, [[στυφή]] [[γεύση]], σε Ξεν., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για χαρακτήρα ή [[συμπεριφορά]], [[δύστροπος]], [[τραχύς]], [[αυστηρός]], [[δύσκολος]], [[αψύς]], σε Αριστοφ., Ξεν. | |lsmtext='''στρυφνός:''' -ή, -όν ([[στύφω]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[γεύση]] που συσπά το [[στόμα]], [[οξεία]], δριμεία, [[στυφή]] [[γεύση]], σε Ξεν., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για χαρακτήρα ή [[συμπεριφορά]], [[δύστροπος]], [[τραχύς]], [[αυστηρός]], [[δύσκολος]], [[αψύς]], σε Αριστοφ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στρυφνός -ή -όν zuur, wrang; ook overdr. van personen en hun karakter zuur, nors. geneesk. samentrekkend, adstringerend. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, of taste,
A sour, harsh, astringent, Pl.Ti.65d, X. Hier.1.22, Thphr.HP3.12.4, Gal.6.68,450; τὸ σ. συνάγεν τὰν γεῦσιν πέφυκε Ti.Locr.101c; σ. μῆλα Antiph.188; βόλβα (because served with vinegar, etc.) Luc.Epigr.46; οἶνος Dsc.5.6; γάλα Sor.1.91; μᾶζα Hsch.; στρυφνοῦ καὶ αὐστηροῦ τὸ κοινὸν γένος ὀνομάζεται στῦφον Gal.6.475; τὸ σ. defined as more στῦφον than τὸ αὐστηρόν, ib.778, 15.641. II metaph. of temper or manner, harsh, austere, σ. ἦθος Ar.V.877, Arist.HA491b16; ἄνθρωποι X.Cyr.2.2.11 (Comp.); οἱ σ. Arist.EN1157b14; ἐν τοῖς σ. καὶ πρεσβυτικοῖς ib.1158a2; οἴνου πολίτης ὢν κρατίστου στρυφνὸς εἶ Amphis 36. Adv. -νῶς, ἐχθροῖς προσφερόμεθα Eust.931.45. 2 of style, harsh, austere, D.H.Amm. 2.2; τὸ τραχὺ καὶ σ. (v.l. στριφνόν) Id.Comp.22. III stiff, rigid, dub. in Hp.VM14,15 (στριφν- cod. M); οὐρή dub. in Opp.C.1.411 (v.l. στριφνή).
German (Pape)
[Seite 957] von zusammenziehendem Geschmacke, herb, sauer, τὸ στρυφνὸν συνάγεν τὰν γεῦσιν πέφυκε, Tim. Locr. 101 c, τὰ περὶ τὲν γλῶτταν στρυφνά, Plat. Tim. 67 d; Xen. Hier. 1. 22. – Uebertr., von saurem Ansehen. verdrießlichem Wesen, sauertöpfisch. mürrisch, ἦθος, Ar. Vesp. 877; Amphis bei Ath. I. 30 e; στρυφνὸς τὸν τρόπον Xen. Cyr. 2, 2, 11; Arist. probl. 31, 7; Jac. Philostr. imagg. p. 533, 604. – Auch = στριφνος, hart, fest, Jac. Philostr. imagg. 263; bei Opp. Cyn. 1, 411, οὐρὴ στρυφνὴ ἐκτάδιός τε langer Schwanz. – [Nach Draco 83, 2. 119 ist υ von Naur lang; also hängt es wohl mit στύφω zusammen.]
Greek (Liddell-Scott)
στρυφνός: -ή, -όν, (στύφω) ἐπὶ χυμοῦ ὅστις συσπᾷ τὸ στόμα, «στυφός», δριμὺς τὴν γεῦσιν, αὐστηρός, στυπτικός, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Πλάτ. Τίμ. 65D, Ξεν. Ἱέρ. 1, 22· τὸ στρυφνὸν συνάγεν τὰν γεῦσιν Τίμ. Λοκρ. 101C· στρ. μῆλα Ἀντιφάν. ἐν «Παροιμιαζομένῳ» 1· βόλβαν Ἀνθ. Π. 11. 410. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ τρόπου ἢ ἤθους, τραχύς, αὐστηρός, δύσκολος, δύστροπος, στρ. ἦθος Ἀριστοφ. Σφ. 877, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1· ἄνθρωποι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 11· οὐ στρ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 5, 2· ἐν τοῖς στρ. καὶ πρεσβυτικοῖς αὐτόθι 8. 6, 1· - οἴνου πολίτης ὤν κρατίστου στρυφνὸς εἶ Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 1. ΙΙΙ. ὡς τὸ στριφνός, δύσκαμπτος, τραχύς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282· οὐρὴ Ὀππ. Κυν. 1. 411· - Ἐπίρρ. -νῶς, Εὐστ. 931. 45, Ἡσύχ., κλπ.· - στριφνός, στιφρὸς συχνάκις ἀπαντῶσιν ὡς διάφοροι γραφαί.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’une saveur âcre, acerbe ; astringent ; fig., en parl. du caractère âpre, morose.
Étymologie: DELG ?
Greek Monolingual
-ή, -ό / στρυφνός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. (κυρίως για χυμό) αυτός που προκαλεί σύσπαση τών μυών του στόματος λόγω της δριμείας γεύσης του, στυφός («ὀξέα και δριμέα καὶ στρυφνά», Ξεν.)
2. μτφ. (για πρόσ.) δύστροπος
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) περίπλοκος, πολύπλοκος, μπερδεμένος
2. μτφ. (για λεκτικό ύφος) δυσνόητος
αρχ.
1. δύσκαμπτος
2. μτφ. (για χαρακτήρα ή ήθος) τραχύς, αυστηρός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ στρυφνόν
η στρυφνότητα, η στυφάδα της γεύσης.
επίρρ...
στρυφνά /στρυφνῶς, ΝΜΑ
με στρυφνό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός όρος, ο οποίος, κατά την πιθανότερη άποψη, συνδέεται με το ρ. στύφω και εμφανίζει εκφραστικό -ρ- κατ' αναλογία προς τους συγγενείς σημασιολογικώς τ. στρ-ιφνός, στρ-ηνής. 'Εχει διατυπωθεί, ωστόσο, και η άποψη ότι το επίθ. στρνφνός συνδέεται με τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. strūben «ανορθώνω, σηκώνω», αρχ. σαξ. strūf «ανορθωμένος, τραχύς», ρωσ. strup «κρούστα, εσχάρα πληγής»). Η σύνδεση όμως αυτή παρουσιάζει μορφολογικές και σημασιολογικές δυσχέρειες].
Greek Monotonic
στρυφνός: -ή, -όν (στύφω),
I. λέγεται για γεύση που συσπά το στόμα, οξεία, δριμεία, στυφή γεύση, σε Ξεν., Ανθ.
II. μεταφ., λέγεται για χαρακτήρα ή συμπεριφορά, δύστροπος, τραχύς, αυστηρός, δύσκολος, αψύς, σε Αριστοφ., Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρυφνός -ή -όν zuur, wrang; ook overdr. van personen en hun karakter zuur, nors. geneesk. samentrekkend, adstringerend.