συναπολάμπω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναπολάμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λάμπω]], [[εκπέμπω]] [[λάμψη]] από κοινού, σε Λουκ.
|lsmtext='''συναπολάμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λάμπω]], [[εκπέμπω]] [[λάμψη]] από κοινού, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-απολάμπω samen blinken, samen stralen, met dat., met μετά + gen. met.
}}
}}

Revision as of 11:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπολάμπω Medium diacritics: συναπολάμπω Low diacritics: συναπολάμπω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΛΑΜΠΩ
Transliteration A: synapolámpō Transliteration B: synapolampō Transliteration C: synapolampo Beta Code: sunapola/mpw

English (LSJ)

   A shine forth together, τινι Luc.Dom.7; μετά τινος Id.Gall.13.

German (Pape)

[Seite 1002] mit od. zugleich glänzen, Luc. gall. 13.

Greek (Liddell-Scott)

συναπολάμπω: ἀπολάμπω, ἐκπέμπω ὁμοῦ λάμψιν, τὴν ὠλένην στιλπνοτέραν φαίνεσθαι συναπολάμπουσαν τῷ χρυσῷ Λουκ. π. Οἴκ. 7· μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 13.

French (Bailly abrégé)

briller avec ou en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, ἀπολάμπω.

Greek Monolingual

Α
εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπολάμπω «ακτινοβολώ»].

Greek Monolingual

Α
εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπολάμπω «ακτινοβολώ»].

Greek Monotonic

συναπολάμπω: μέλ. -ψω, λάμπω, εκπέμπω λάμψη από κοινού, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-απολάμπω samen blinken, samen stralen, met dat., met μετά + gen. met.