διακριτικός: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διακριτικός]], -ή, -όν) [[διακρίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να διακρίνει<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] βάσει του οποίου διακρίνεται ή ξεχωρίζει [[κάποιος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />όποιος συμπεριφέρεται με [[διακριτικότητα]], δεν γίνεται [[φορτικός]], [[ενοχλητικός]], [[αγενής]] κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ευσπλαχνικός<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διακριτικά</i><br />τα διάσημα (γαλόνια, σειρίτια, αστερίσκοι) με τα οποία διακρίνονται οι βαθμοί στη (στρατιωτική [[συνήθως]]) [[ιεραρχία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «διακριτικό [[σημείο]]» — [[σημάδι]] που τοποθετείται [[πάνω]], [[κάτω]] ή [[δίπλα]] στα λατινικά γράμματα για να αποδοθεί [[φθόγγος]] ευρωπαϊκής ή άλλης γλώσσας που δεν υπήρχε στη Λατινική<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «διακριτική [[ευχέρεια]]» — [[δυνατότητα]] που παρέχει ο [[νόμος]] για [[εκλογή]] [[ανάμεσα]] σε περισσότερες από μία λύσεις, [[εξίσου]] νόμιμες<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το διακριτικόν</i><br /><b>1.</b> η [[διακριτικότητα]]<br /><b>2.</b> τον [[ενδιαφέρον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η διακριτική</i><br />η [[ικανότητα]] να διακρίνει [[κανείς]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διακριτικός]], -ή, -όν) [[διακρίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να διακρίνει<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] βάσει του οποίου διακρίνεται ή ξεχωρίζει [[κάποιος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />όποιος συμπεριφέρεται με [[διακριτικότητα]], δεν γίνεται [[φορτικός]], [[ενοχλητικός]], [[αγενής]] κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ευσπλαχνικός<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διακριτικά</i><br />τα διάσημα (γαλόνια, σειρίτια, αστερίσκοι) με τα οποία διακρίνονται οι βαθμοί στη (στρατιωτική [[συνήθως]]) [[ιεραρχία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «διακριτικό [[σημείο]]» — [[σημάδι]] που τοποθετείται [[πάνω]], [[κάτω]] ή [[δίπλα]] στα λατινικά γράμματα για να αποδοθεί [[φθόγγος]] ευρωπαϊκής ή άλλης γλώσσας που δεν υπήρχε στη Λατινική<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «διακριτική [[ευχέρεια]]» — [[δυνατότητα]] που παρέχει ο [[νόμος]] για [[εκλογή]] [[ανάμεσα]] σε περισσότερες από μία λύσεις, [[εξίσου]] νόμιμες<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το διακριτικόν</i><br /><b>1.</b> η [[διακριτικότητα]]<br /><b>2.</b> τον [[ενδιαφέρον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η διακριτική</i><br />η [[ικανότητα]] να διακρίνει [[κανείς]].
}}
{{elru
|elrutext='''διακρῐτικός:''' <b class="num">1)</b> служащий для различения, диакритический ([[ὄνομα]] [[ὄργανον]] διακριτικὸν τῆς οὐσίας Plat.);<br /><b class="num">2)</b> рассеивающий ([[χρῶμα]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 11:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακρῐτικός Medium diacritics: διακριτικός Low diacritics: διακριτικός Capitals: ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diakritikós Transliteration B: diakritikos Transliteration C: diakritikos Beta Code: diakritiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A piercing, penetrating, opp. compressing (συγκριτικός), Pl.Ti.67e; χρῶμα Arist.Metaph. 1057b8.    2 separative, ἡ -κή, opp. ἡ συγκριτική (q.v.), Pl.Plt. 282b sqq. Adv. -κῶς Democr.164.    II able to distinguish, τῆς οὐσίας Pl.Cra.388c; ὄψις ἕξις δ. σωμάτων Id.Def.411c: abs., Luc. Herm.69.

German (Pape)

[Seite 584] ή, όν, zum Unterscheiden geschickt; ἡ δ., die Kunst zu unterscheiden, Plat. Polit. 282 b; Soph. 231 b. Ggstz συγκριτικός, Polit. 282 c u. Sp. – Adv., διακριτικῶς, = getrennt, Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

διακριτικός: -ή, -όν, ἱκανός, ἐπιτήδειος εἰς τὸ διαιρεῖν, ἐξ οὗ ἡ διακριτικὴ (τέχνη), ᾗ ἀντιτίθεται ἡ συγκριτικὴ (ὃ ἴδε), Πλάτ. Πολιτ. 282Β κ.ἑξ. - Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7, 117. 2) ἱκανὸς εἰς τὸ διακρίνειν, δ. τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 421C. ΙΙ. παθητ., διακεκριμένος, κεχωρισμένος, ἀντίθετ. συγκριτικός, Ἀριστοτ. Μεταφ. 9.7, 7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1separador, diferenciador, δίχα τέμνοντες τὴν ταλασιουργίαν διακριτικῷ τε καὶ συγκριτικῷ τμήματι dividiendo el trabajo de la lana en dos: una parte de separación y otra de unión Pl.Plt.282c
subst. ἡ δ. (sc. τέχνη) el (arte) de separar como una de las labores básicas en los diferentes oficios, Pl.Sph.226c, en el trabajo de la lana, Pl.Plt.282b
disgregador, disociador c. gen. ἡ κρᾶσις ... δριμεῖα ... διακριτικὴ τοῦ ὀρρώδους Gal.19.696.
2 susceptible de diversificar o crear distinciones, diferenciador ref. a las causas de la sensación capaz de crear o apreciar matices δ. χρῶμα del color blanco, que permite la diferenciación en colores, por op. al negro, Arist.Metaph.057b10, del sabor dulce δ. τῆς ἐν τῇ γλώττῃ συμφύτου ὑγρότητος Thphr.CP 6.1.3
subst. τὸ δ. τῆς ὄψεως λευκόν lo que crea diferencias en el rayo visual (llamamos color) blanco Pl.Ti.67e, cf. 60a
de los elementos que producen la sensación de calor, Simp.in Cael.564.28 (= Democr.A 120)
lingüíst. que distingue τὰ τῶν τριῶν γενῶν διακριτικά (ὀνόματα) A.D.Pron.12.16.
3 que posee capacidad de discernimiento ἀνὴρ πνευματοφόρος καὶ δ. Pall.H.Laus.11.5, τὸ δὲ τῶν ἡδέων ... ἀπέχεσθαι ... διακριτικώτατον Diad.Perf.44
neutr. subst. τὸ δ. capacidad de discernimiento o interpretación μήπω γὰρ τὸ δ. ἔχοντες φεύξονται ἡμᾶς Hom.Clem.2.39, ἔχον καὶ τὸ δ. τῆς θείας γραφῆς Marc.Diac.V.Porph.8
capacidad de distinguir οἱ κύνες ... ἔχουσι τι ... διακριτικόν Ps.Nonn.Comm.in Or.4.25.
II adv. -ῶς
1 separadamente δ. φακοὶ μετὰ φακῶν τάσσονται Democr.B 164.
2 distintamente οὐκ ἄρα συγκριτικῶς ἐλέχθη τὸ «κρείττων», ἀλλὰ δ. Ath.Al.M.26.128C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διακριτικός, -ή, -όν) διακρίνω
1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να διακρίνει
2. εκείνος βάσει του οποίου διακρίνεται ή ξεχωρίζει κάποιος
μσν.- νεοελλ.
όποιος συμπεριφέρεται με διακριτικότητα, δεν γίνεται φορτικός, ενοχλητικός, αγενής κ.λπ.
νεοελλ.
1. ευσπλαχνικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διακριτικά
τα διάσημα (γαλόνια, σειρίτια, αστερίσκοι) με τα οποία διακρίνονται οι βαθμοί στη (στρατιωτική συνήθως) ιεραρχία
3. φρ. «διακριτικό σημείο» — σημάδι που τοποθετείται πάνω, κάτω ή δίπλα στα λατινικά γράμματα για να αποδοθεί φθόγγος ευρωπαϊκής ή άλλης γλώσσας που δεν υπήρχε στη Λατινική
4. φρ. «διακριτική ευχέρεια» — δυνατότητα που παρέχει ο νόμος για εκλογή ανάμεσα σε περισσότερες από μία λύσεις, εξίσου νόμιμες
μσν.
το ουδ. εν. ως ουσ. το διακριτικόν
1. η διακριτικότητα
2. τον ενδιαφέρον
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. η διακριτική
η ικανότητα να διακρίνει κανείς.

Russian (Dvoretsky)

διακρῐτικός: 1) служащий для различения, диакритический (ὄνομα ὄργανον διακριτικὸν τῆς οὐσίας Plat.);
2) рассеивающий (χρῶμα Arst.).