προκαθίημι: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προ-καθίημι vooruitsturen. | |elnltext=προ-καθίημι vooruitsturen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προκαθίημι:''' <b class="num">1)</b> ранее посылать (τινα ἐξαπατᾶν τινα Dem.; τινὰ πειρασόμενον μάχης Plut.);<br /><b class="num">2)</b> высылать вперед (π. τινὰ περιέλξοντα τοὺς πολεμίους Plut.);<br /><b class="num">3)</b> заранее ввергать (τὴν πόλιν εἰς ταραχήν Dem.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A let down beforehand, εἰς τὴν βαλανοδόκην βρόχον Aen.Tact.18.9: metaph., εἰς ταραχὴν π. πόλιν plunge the city into confusion, D.14.5; π. τινὰ ἐξαπατᾶν put a person forward in order to deceive, Id.19.77; π. τὸν λόγον, τὴν δόξαν, spread it before, D.C.58.9(prob.), Aristid.1.482J.:— Pass., ἐπὶ τῷ ὕδατι τὰ σκεύη προκαθεῖτο D.C.62.15.
German (Pape)
[Seite 727] (s. ἵημι), vor od. vorher hinab, hinunter schicken; εἰς ταραχὴν τὴν πόλιν μὴ προκαθεῖναι, vorher in Unruhe stürzen, Dem. 14, 5; feindlich gegen Einen vorher abschicken, τοῦτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾶν ὑμᾶς, 19, 77, Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προκαθίημι: καθίημί τι πρότερον, τὶ εἴς τι Αἰν. Τακτ. 18· μεταφορ., εἰς δὲ τὴν ταραχὴν ταύτην... παραινῶ μὴ προκαθεῖναι τὴν πόλιν ἡμῶν, νὰ μὴ καταβυθίσητε αὐτὴν εἰς ταύτην τὴν σύγχυσιν, Δημ. 179. 20· τοῦτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾶν ὑμᾶς, τὸν ἔβαλε νὰ ἐξαπατᾷ ὑμᾶς, ὁ αὐτ. 365. 13· πρ. τὸν λόγον, τὴν δόξαν, διαδίδω πρότερον, Δίων Κ. 58. 9, Ἀριστείδ. 1. 482.
French (Bailly abrégé)
f. προκαθήσω, ao. προκαθῆκα, etc.
jeter auparavant : εἰς ταραχήν DÉM dans le trouble.
Étymologie: πρό, καθίημι.
Greek Monolingual
Α
1. κάθομαι εκ τών προτέρων
2. κατεβάζω ή ρίχνω κάτι κάτω προηγουμένως («προκαθίημι εἰς βαλανοδόκην βρόχον», Αιν. Τακτ.)
3. αποστέλλω εκ τών προτέρων («τοῡτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾱν ὑμᾱς», Δημοσθ.)
4. μτφ. (σχετικά με πόλη) ρίχνω, εμβάλλω προηγουμένως σε μια κατάσταση («εἰς δὲ τὴν ταραχὴν ταύτην... παραινῶ μὴ προκαθεῑναι τὴν πόλιν ἡμῶν», Δημοσθ.)
5. φρ. «προκαθίημι τὸν λόγον [ἡ τὴν δόξαν κ.λπ.]» — διαδίδω κάτι εκ τών προτέρων, διασπείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καθίημι «ρίχνω, κατεβάζω»].
Greek Monotonic
προκαθίημι: μέλ. -ήσω, κάθομαι από πριν· μεταφ., πόλιν προκαθίημι εἰς ταραχήν, ρίχνω την πόλη σε σύγχυση, την φέρνω σε αναταραχή, σε Δημ.· προκαθίημί τινα ἐξαπατᾶν, τοποθετώ ένα πρόσωπο μπροστά μου με σκοπό να παραπλανήσω, να εξαπατήσω, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-καθίημι vooruitsturen.
Russian (Dvoretsky)
προκαθίημι: 1) ранее посылать (τινα ἐξαπατᾶν τινα Dem.; τινὰ πειρασόμενον μάχης Plut.);
2) высылать вперед (π. τινὰ περιέλξοντα τοὺς πολεμίους Plut.);
3) заранее ввергать (τὴν πόλιν εἰς ταραχήν Dem.).