κόβαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόβᾱλος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> αναίσχυντος, [[κακούργος]], [[πανούργος]], σε Αριστοφ.· οι <i>Κόβαλοι</i> ήταν κάποια πλάσματα (καλικάντζαροι) τα οποία επικαλούνταν οι απατεώνες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ. <i>κόβαλα</i>, πανούργα τεχνάσματα, απάτες, ζαβολιές, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''κόβᾱλος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> αναίσχυντος, [[κακούργος]], [[πανούργος]], σε Αριστοφ.· οι <i>Κόβαλοι</i> ήταν κάποια πλάσματα (καλικάντζαροι) τα οποία επικαλούνταν οι απατεώνες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ. <i>κόβαλα</i>, πανούργα τεχνάσματα, απάτες, ζαβολιές, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=κόβαλος -ον adj. doortrapt; subst. τὰ κόβαλα kwajongensstreken. subst. schurk, deugniet; personif. ὁ Κόβαλος Bedrog (demon).
}}
}}

Revision as of 12:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόβᾱλος Medium diacritics: κόβαλος Low diacritics: κόβαλος Capitals: ΚΟΒΑΛΟΣ
Transliteration A: kóbalos Transliteration B: kobalos Transliteration C: kovalos Beta Code: ko/balos

English (LSJ)

ὁ,

   A impudent rogue, arrant knave, Ar.Eq.450, Ra.1015, Pl.279, D.C.53.3; of Midias, Phryn. Com.4: in pl., mischievous goblins, invoked by rogues, Ar.Eq.635; of the owl, κ. καὶ μιμητής Arist.HA597b23.    II Adj. κόβαλα, τά, knavish tricks, rogueries, Ar.Eq.417, Ra.104; ὕβριστον ἔργον καὶ κ. Pherecr.162. (For the orig. sense cf. κοβαλεύω.)

German (Pape)

[Seite 1464] ὁ, Kobold, Possenreißer u. Schmarotzer, Gauner, der Anderen betrügerisch seines eigenen Vortheils wegen schmeichelt; neben ἀγοραῖοι u. πανοῦργοι Ar. Ran. 1015, vgl. Equ. 450; καὶ μόθων Plut. 279, wo die Schol. wie Harpocr. bemerken, daß eigtl. δαίμ ονές τινες σκληροὶ περὶ τὸν Διόνυσον so heißen, satyrähnliche Gesellen des Bacchus, die ihn durch ihre Späße belustigten; vgl. Lob. Aglaoph. p. 1313. – Bei Arist. H. A. 8, 12 von einem Vogel ἔστι δὲ κόβαλος καὶ μιμητής. – Adj., possenhaft u. gaunerisch, spitzbübisch; κόβαλά γ' ἐστίν, ὡς καὶ σοὶ δοκεῖ Ar. Ran. 104, Schol. ἀπατητικά, πανοῦργα, vgl. Equ. 415.

Greek (Liddell-Scott)

κόβᾱλος: ὁ, ἀναίσχυντος κακοῦργος, πανοῦργος, δόλιος καὶ ἀηδὴς ἄνθρωπος, ἀπατεών, συνάπτεται τῷ ἀγοραῖοι καί πανοῦργοι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 450, πρβλ. Βατράχ. 1015· τῷ μόθων ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 279· ἐπὶ τοῦ Μίδου, Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 4· ― κόβαλοι, ἦσαν προσέτι κακοποιὰ φαντάσματα ἃ ἐπεκαλοῦντο οἱ πανοῦργοι καὶ δόλιοι καὶ ἀπατεῶνες, Ἀριστοφ. Ἱππ. 635, πρβλ. Λοβ. Ἀγλαόφ. 1308 κἑξ.· ― ἐπὶ τῆς γλαυκός, κ. καὶ μιμητὴς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 12. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. κόβαλα, παίγνια πανοῦργα, ἀπάται, δόλοι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 417, Βάτρ. 104· ὕβριστον ἔργον καί κ. Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 23 (Ἀν. Β. 368, 24).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. adj. 1 fourbe, trompeur, filou, voyou, vaurien;
2 mauvais plaisant, moqueur;
II. subst.κόβαλος lutin ou génie malfaisant, qui joue de vilains tours.
Étymologie: cf. lat. cavilla -- DELG étym. incert.

Greek Monolingual

κόβαλος, ὁ (Α)
1. πανούργος, δόλιος, απατεώνας
2. είδος πτηνού που μοιάζει με την κουκουβάγια («ἔστι δὲ κόβαλος καὶ μιμητής... καθάπερ γλαῦξ», Αριστοτ.)
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κόβαλοι
κακοποιὰ δαιμονικά όντα («Βερέσχεθοί τε καὶ Κόβαλοι καὶ Μόθων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για λ. θρακο-φρυγικής προελεύσεως που έφθασε στην Αττική μέσω κάποιας δωρικής διαλέκτου, πιθ. της Κορινθιακής. Το παρ. κοβαλεύω «μεταφέρω» καθώς και η μειωτική χροιά του όρου αποτελούν ένδειξη ότι η λ. διέθετε και κάποια σημ. όπως «βαστάζος, χαμάλης» (πρβλ. και τη μειωτική χροιά της σημ. τών λέξεων αυτών σήμερα). Κατ' άλλη άποψη, η σημ. του «μεταφορέα» προήλθε από τη μεταφορά λείας, κλοπιμαίων].

Greek Monotonic

κόβᾱλος: ὁ,
I. αναίσχυντος, κακούργος, πανούργος, σε Αριστοφ.· οι Κόβαλοι ήταν κάποια πλάσματα (καλικάντζαροι) τα οποία επικαλούνταν οι απατεώνες, στον ίδ.
II. ως επίθ. κόβαλα, πανούργα τεχνάσματα, απάτες, ζαβολιές, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόβαλος -ον adj. doortrapt; subst. τὰ κόβαλα kwajongensstreken. subst. schurk, deugniet; personif. ὁ Κόβαλος Bedrog (demon).