κατατομή: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(nl)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατατομή -ῆς, ἡ [κατατέμνω] besnijdenis. NT.
|elnltext=κατατομή -ῆς, ἡ [κατατέμνω] besnijdenis. NT.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατομή:''' ἡ<b class="num">1)</b> ответвление или рукав (реки) (ποταμοὶ πολλὰς κατατομὰς λαμβάνοντας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> обрезание NT.
}}
}}

Revision as of 15:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατομή Medium diacritics: κατατομή Low diacritics: κατατομή Capitals: ΚΑΤΑΤΟΜΗ
Transliteration A: katatomḗ Transliteration B: katatomē Transliteration C: katatomi Beta Code: katatomh/

English (LSJ)

ἡ,

   A incision, notch, groove, Thphr.HP4.8.10, Sm.Je.31 (48).37; ἄνευ -τομῆς uncarved, smooth, IG12.372.134, cf. 373.231: pl., Artem.1.67.    II part of a theatre, Hyp.Dem.Fr.3: variously expld. as = ὀρχήστρα or διάζωμα, AB270, cf. Phot.    2 face of rock, ἐπέγραψεν ἐπὶ τὴν κ. τῆς πέτρας Philoch.138; μέταλλον καὶ κ. perh. a mine and a quarry-face, IG22.1582.70.    III = καταγραφή, profile, Hsch. (s.h.v.).    IV mutilation, opp. true circumcision, a παρονομασία in Ep.Phil.3.2.

Greek (Liddell-Scott)

κατατομή: ἡ, τὸ κατατέμνειν, τὸ τέμνειν ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω, ἐγχάραξις, ἐντομή, αὐλάκιον, λεῖα ἐκπεπονημένα ἄνευ κατατομῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 27· διέζωσται ἡ κωδύα ταῖς κ. τὸν αὐτὸν τρόπον τῇ μήκωνι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 10· ΙΙ. μέρος θεάτρου, Ὑπερείδ. καὶ Φιλόχ. παρ’ Ἁρποκρ. οἱ Γραμματ. διαφέρονται περὶ τῆς σημασίας αὐτοῦ, πρβλ. Α. Β. 270· «κατατομή· ἡ ὀρχήστρα ἡ νῦν λεγομένη στῖγμα· ἢ μέρος τι τοῦ θεάτρου κατετμήθη ἐπεὶ ἐν ὄρει κατασκεύασται, ἢ κατὰ συμβεβηκὸς ὁ τύπος οὕτω καλεῖται ἢ τὸ νῦν λεγόμενον διάζωμα» Φώτ.· ἴσως ἦτο τὸ σπήλαιον τὸ ἐσκαμμένον ἐν τῷ βράχῳ πρὸς ὑποδοχὴν τρίποδος, ὡς σημειοῖ ὁ Παυσ. (1. 21, 3), ἢ μᾶλλον ἡ ἀνωτάτη σειρὰ τῶν ἑδωλίων τοῦ θεάτρου λελαξευμένη ἐν τῷ βράχῳ, ὅστις ὡς τοῖχος ὑπερέκειτο τῶν κεφαλῶν τῶν ὑποκαθημένων. ΙΙΙ. = καταγραφή, ἐν τῇ ζωγραφικῇ, ἡ ἐκ πλαγίων ὄψις τῶν προσώπων, Ἡσύχ. IV. κατακοπὴ τῆς σαρκὸς ὑπὸ τῶν Ἰουδαϊζόντων Χριστιανῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀληθῆ περιτομὴν τῶν Ἰουδαίων, παρονομασία ἐν τῇ Ἐπιστ. π. Φιλιππ. γ΄, 2, ὅπου ὁ Θεοφύλακτ. σημειοῖ: «μέγα καὶ τίμιον ἦν ποτε παρὰ Ἰουδαίοις ἡ περιτομή· ἐπεὶ οὖν νῦν ἤργησεν, οὐδὲν ἄλλο ἐστὶν ἢ κατατομή· ἐπεὶ γὰρ οὐκ ἔστι νόμιμον τὸ γενόμενον τὴν σάρκα κατατέμνουσι».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 incision, coupure, tranchée;
2 cavité creusée dans le roc derrière les gradins d’un théâtre creusé à flanc de colline;
3 action de détacher par incision, mutilation, particul. circoncision.
Étymologie: κατατέμνω.

English (Strong)

from a compound of κατά and temno (to cut); a cutting down (off), i.e. mutilation (ironically): concision. Compare ἀποκόπτω.

English (Thayer)

κατατομης, ἡ (from κατατέμνω (cf. κατά, III:4) to cut up, mutilate), mutilation (Latin concisio): περιτομή which follows in ἀποκόπτω.

Greek Monolingual

η (AM κατατομή) κατατέμνω
η από τα πλάγια όψη ενὸς προσώπου ή αντικειμένου, το προφίλ, σε αντιδιαστολή προς την κατά πρόσωπο όψη
νεοελλ.
1. (για οικοδόμημα, κόσμημα, σκεύος κ.λπ.) κατακόρυφη τομή που γίνεται για να παρασταθεί το εσωτερικό ή τα μέρη του όλου («κατατομή αεροσκάφους»)
2. τεχνολ. η πραγματοποιούμενη σε κάποιο σώμα κάθετη προς θεωρούμενο άξονα τομή, αλλ. διατομή
3. στρατ. σχεδιάγραμμα που παριστάνει την από κατακόρυφο επίπεδο τομή ενὸς οχυρώματος σε ορισμένο σημείο του
4. φρ. (γεωμ.) α) «επίπεδο κατατομής» — επίπεδο βοηθητικό προβολικό, που είναι κάθετο προς τα δύο προβολικά επίπεδα και επομένως προς τη γραμμή εδάφους
β) «ευθεία κατατομής» — κεκλιμένη ευθεία που κείται στο βοηθητικό επίπεδο κατατομής ή είναι παράλληλη σε αυτό
μσν.
μτφ.
1. τμήμα, κομμάτι
2. η διοικητική διαίρεση, ο τρόπος της διοίκησης
αρχ.
1. τέλεια τομή, αυλακωτή εντομή, δηλ. τομή από τα άνω προς τα κάτω
2. αρχιτ. μέρος του αρχαίου θεάτρου, το διάζωμα ή η ορχήστρα
3. επιφάνεια βράχου ή σκοπέλου
4. ακρωτηριασμός («βλέπετε τὴν κατατομήν
ἡμεῑς γάρ ἐσμεν ἡ περιτομή», ΚΔ).

Greek Monotonic

κατατομή: ἡ (κατατέμνω), εγχάραξη, τομή, αυλάκι, αντίθ. προς την πραγματική περιτομή, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατατομή -ῆς, ἡ [κατατέμνω] besnijdenis. NT.

Russian (Dvoretsky)

κατατομή:1) ответвление или рукав (реки) (ποταμοὶ πολλὰς κατατομὰς λαμβάνοντας Plut.);
2) обрезание NT.