ἀναδείκνυμι: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναδείκνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-δείξω</i>, Ιων. -[[δέξω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ανασηκώνω]] και [[επιδεικνύω]], <i>πύλας ἀναδεικνύναι</i>, [[παρουσιάζω]] με το [[άνοιγμα]] των [[θυρών]], δηλ. [[ανοίγω]] διάπλατα τις πύλες, σε Σοφ.· (ομοίως στην Παθ., μυσταδόκος [[δόμος]] ἀναδείκνυται, σε Αριστοφ.)· [[ἀναδέξαι]] ἀσπίδα, [[κρατώ]] [[ασπίδα]] ως [[σινιάλο]], [[σύμβολο]], σε Ηρόδ.· ἀνέδειξε [[σημήιον]] τοῖςἄλλοις ἀνάγεσθαι, τους έκανε [[σινιάλο]] για να ανοιχτούν στη [[θάλασσα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καθαγιάζω]], [[αφιερώνω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀναδείκνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-δείξω</i>, Ιων. -[[δέξω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ανασηκώνω]] και [[επιδεικνύω]], <i>πύλας ἀναδεικνύναι</i>, [[παρουσιάζω]] με το [[άνοιγμα]] των [[θυρών]], δηλ. [[ανοίγω]] διάπλατα τις πύλες, σε Σοφ.· (ομοίως στην Παθ., μυσταδόκος [[δόμος]] ἀναδείκνυται, σε Αριστοφ.)· [[ἀναδέξαι]] ἀσπίδα, [[κρατώ]] [[ασπίδα]] ως [[σινιάλο]], [[σύμβολο]], σε Ηρόδ.· ἀνέδειξε [[σημήιον]] τοῖςἄλλοις ἀνάγεσθαι, τους έκανε [[σινιάλο]] για να ανοιχτούν στη [[θάλασσα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καθαγιάζω]], [[αφιερώνω]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναδείκνῡμι:''' и [[ἀναδεικνύω]]<br /><b class="num">1)</b> поднимать для показа или сигнализации (ἀσπίδα Her.; πυρσόν Polyb.): [[ἀναδέξαι]] σημήϊόν τινι ἀνάγεσθαι Her. дать кому-л. знак к отплытию;<br /><b class="num">2)</b> широко растворять, распахивать (πύλας πᾶσιν Soph.);<br /><b class="num">3)</b> публично объявлять, провозглашать: ἀ. τινά τινα Xen., Polyb., Plut. провозглашать кого-л. кем-л.;<br /><b class="num">4)</b> торжественно открывать, освящать ([[ἱερόν]], [[θέατρον]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 16:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδείκνῡμι Medium diacritics: ἀναδείκνυμι Low diacritics: αναδείκνυμι Capitals: ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΜΙ
Transliteration A: anadeíknymi Transliteration B: anadeiknymi Transliteration C: anadeiknymi Beta Code: a)nadei/knumi

English (LSJ)

also ἀναδεικνύω Plu.2.417e: lon. aor.

   A -έδεξα Hdt. (v. infr.): pf. -δέδειχα Plb.21.21.3: (v. δείκνυμι):—lift up and show, exhibit, display, πύλας ἀναδεικνύναι display by opening gates, i.e. throw wide the gates, S.El.1458; μυστοδόκος δόμος ἀναδείκνυται Ar.Nu.304; ἀναδέξαι ἀσπίδα hold up shield as signal, Hdt.6.115, 121 sq.; ἀνέδεξε σημήιον τοῖς ἄλλοις ἀνάγεσθαι made signal for them to put to sea, Id.7.128; [Μίλητος] Θαλῆν ἀ., on a statue, Epigr. ap. D.L.1.34.    II notify, esp. proclaim any one as elected to office, αὑτὸν ἀναδεδειχὼς βασιλέα Plb.4.48.3; ἀ. τινὰ μέγιστον make him the greatest man, 22.4.3; ἀνέδειξεν ἑτέρους ἑβδομήκοντα Ev.Luc.10.1:—Pass., ἀναδεδεῖχθαι τὸ ἱερὸν ἄσυλον SIG630.23 (Delph., ii B. C.).    2 dedicate, τῷ Διὶ ταῦρον SIG589.6 (Magn. Mae., ii B. C.); τὴν Πιερίδα ταῖς θεαῖς Str.9.2.25; θέατρον Plu. Pomp.52; ἱερά AP9.340.    3 ἀ. πόλεμον declare war, SIG742.12 (Ephesus, i B. C.).

German (Pape)

[Seite 185] (s. δείκνυμι), 1) auf-, vorzeigen, πύλας, die Thore öffnen, um das Innere zu zeigen. Soph. El. 1450, wo mehrere Aenderungsversuche gemacht sind; vgl. μυστοδόκος δόμος ἀναδείκνυται ἐν τελεταῖς Ar. Nubb. 304; Her. ἀσπίδα ἀναδέξαι, einen Schild hoch heben, als Zeichen, ἀνεδεχθη ἀσπίς, 6, 121. 124; σημεῖον ἀν., ein Zeichen geben, 7, 128; πυρσόν, eine Fackel erheben, Pol. 8, 30. – 2) zu verstehen geben, andeuten, Xen. Hell. 3, 5, 16. – 3) öffentlich wofür erklären, εὐεργέτην, ἐχθρόν τινα, Pol. 1, 80. 2, 46; bekannt, berühmt machen, Xen. Cyr. 8, 7, 23; τινὰ μέγιστον, Pol. 22, 4; bes. zu einem Amte ernennen u. die Ernennung proclamiren, Pol. 4, 48; πόλεμον, D. Hal. 3, 39; widmen, weihen, θέατρον, ἱερόν, Plut. Pomp. 52; Strabo.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδείκνυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -δείξω, Ἰων. δέξω: (ἴδε δείκνυμι). ἀνυψῶ καὶ δεικνύω, ἐπιδείκνυμι, πύλας ἀναδεικνύναι, ἀνοῖξαι τὰς πύλας καὶ δεικνύναι τὰ ἔνδον, Σοφ. Ἠλ. 1458· οὕτω, μυστοδόκος δόμος ἀναδείκνυται Ἀριστοφ. Νεφ. 304· ἀναδέξαι ἀσπίδα, ἀνυψοῦν ἀσπίδα ὡς σημεῖον, Ἡρόδ. 115, 121, κἑξ.· ἀνέδειξε σημήιον τοῖς ἄλλοις ἀνάγεσθαι, ἐποίησε σημεῖον εἰς τοὺς ἄλλους νὰ ἐκπλεύσωσιν, ὁ αὐτ. 7. 128. ΙΙ. καθιστῶ τι γνωστὸν τοῖς πᾶσιν, ἀγγέλλω τι διὰ κηρύγματος, ἀνακηρύττω ἢ καθιστῶ τινα εἴς τι ἀξίωμα, ἀν. τινὰ βασιλέα Πολύβ. 4. 48, 3· ἀναδ. τινὰ μέγιστον, καθιστῶ τινα μέγ., ὁ αὐτ. 22, 4, 3· Θαλῆν ἀν. ἀστρολόγον Ἐπιγρ. παρὰ Διογένει Λ. 1. 34. 2) ἀφιερῶ, καθιερῶ, Λατ. dedicare, Στράβ. 410, Πλουτ. Πομπ. 52· ἱερὰ ἀναδ. Ἀνθ. Π. 9. 340.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναδείξω, ao. ἀνέδειξα, pf. ἀναδέδειχα;
1 litt. montrer en levant : ἀσπίδα HDT lever en l’air (comme signal) un bouclier ; ἀν. πύλας SOPH laisser voir par le portes ouvertes;
2 faire connaître publiquement, proclamer ; désigner;
3 consacrer, inaugurer un temple, un théâtre.
Étymologie: ἀνά, δείκνυμι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. -εδεξα Hdt.7.128, 6.115, inf. eol. ὄνδειξαι Alc.303Ab.15; perf. part. ἀναδεδειχοίας Milet 1(9).306.64 (II a.C.)]
I c. ac. gener. de cosa
1 mostrar en alto como contraseña ἀσπίδα Hdt.6.115, D.C.77.13.5 (p.388), σημήιον Hdt.7.128, τὸν πυρσόν Plb.8.28.10
erigir τόνδε Θαλῆν esta estatua de Tales, AP 7.83 (Lobo Argiuus), εἰκόνας Plu.CG 18.
2 mostrar de nuevo, hacer visible otra vez, sacar a la luz de un río que se ha metido bajo tierra ὁ μὲν οὖν Εὐρώτας ... ἀναδείξας τὸ ῥεῖθρον Str.8.3.12, de un tesoro oculto ἡ γῆ ῥαγεῖσα χρυσοῦ τινα ἀνέδειξε θήκην Philostr.VA 2.39
c. ac. de pers. mostrar dando a conocer Πωλυανακτίδαν τὸν μάργον Alc.l.c., τὸν Πύρρον Plu.Pyrrh.2, ἑαυτόν Plu.Caes.38, Them.25, 2.319c, de tropas emboscadas πάντες εὐθέως ἀναδείξαντες αὑτούς Plb.2.67.1.
3 abrir ἀ. πύλας abrir las puertas de par en par S.El.1458
de donde v. med. abrirse ἵνα μυστοδόκος δόμος ... ἀναδείκνυται donde se abre la mansión que acoge a los iniciados (en Eleusis), Ar.Nu.304
inaugurar, fundar θέατρον Plu.Pomp.52, κοινὴν ἑστίαν Scymn.63, cf. 856
revelar ἱερὰ τὰν Κυβέλοις AP 9.340 (Diosc.), ἐγὼ μυήσεις ἀνθρώποις ἀνέδειξα SIG 1267.27, cf. LXX 2Ma.2.8
declarar πόλεμον SIG 742.12
en v. pas. brotar κρῆναι ἀνεδείχθησαν Prou.Bodl.612, τῶν ἀναδεικνυμένων καρπῶν Corn.ND 27.
4 c. ac. de cosa y dat. de un dios consagrar ἀ. τῷ Διὶ ταῦρον IM 98.6 (II a.C.), τὴν Πιερίδα ... ταῖς αὐταῖς θεαῖς ἀ. Str.9.2.25
en v. pas. Σαραπιεῖον δεῖ αὐτῷ ἀναδειχθῆναι Maiist.15.
II c. ac. de pers. o cosa y un predic.
1 proclamar, declarar ἀναδεδεῖχθαι δὲ καὶ τὸ ἱερὸν ... ἄσυλον que sea proclamado inviolable el santuario, FD 3.261.23 (II a.C.), cf. Plb.16.13.2, πολέμιον ἑαυτόν Plb.2.46.5, cf. 21.21.3, αὐτοὺς σοφούς LXX Da.1.20.
2 designar, nombrar βασιλέα ... αὑτὸν ἀ. Plb.4.48.3, cf. D.S.1.66, ὕπατον δ' ἀ. ἑαυτόν Plu.Caes.37, cf. OGI 625.7, LXX Da.1.11, Gr.Nyss.M.46.933C, en v. pas. αὐτοκράτωρ Hdn.8.8.8
c. uno solo de los dos ac. ἀνάδειξον κριτὰς καὶ δικαστάς LXX 1Es.8.23, ἀνέδειξεν ὁ Κύριος ἑτέρους ἑβδομήκοντα δύο designó el Señor a setenta y dos mas, Eu.Luc.10.1.
3 mostrar, revelar ἀν[έ] δειξαν αὑτοὺς ῥητορικῆς ζηλωτάς Phld.Rh.2.262, τὸν ἑαυτῶν τρόπον μέτριον καὶ κοινὸν τοῖς δεομένοις ἀναδεικνύντες D.S.8.4.
III c. complet. demostrar, poner en evidencia ἡ ἀπορροία ... ἀναδείξει ὑ[μῖ] ν πῶς ἡ πίστις POxy.1081.31 (IV a.C.), μίαν (γραμμήν) ... ἀναδείξαντες χρησίμην οὖσαν Papp.680.1, ἀνεδείχθη πᾶσιν, ὅτι οὐκ ἀσθενείᾳ φύσεως ... τέθνηκε Ath.Al.M.25.141C.
IV acoger (prob. error por ἀναδέχομαι) τούσδε σὺ ἐν τελεταῖς ὁσίους μύστας ἀναδείξαις ojalá acojas en los misterios a estos santos iniciados Orph.H.84.3.

English (Strong)

from ἀνά and δεικνύω; to exhibit, i.e. (by implication) to indicate, appoint: appoint, shew.

English (Thayer)

1st aorist ἀνέδειξα (imperative ἀνάδειξον; from Sophocles down); to lift up anything on high and exhibit it for all to behold (German aufzeigen); hence, to show accurately, clearly, to disclose what was hidden (ἀναδείκνυμι τινα, to proclaim anyone as elected to an office, to announce as appointed (king, general, etc., messenger): Polybius 4,48, 3; 51,3; Diodorus 1:66; 13,98; Plutarch, Caes. 37, etc.; Herodian, 2,12, 5 (3), others). Cf. Winer's De verb. comp. Part iii., p. 12f.

Greek Monolingual

ἀναδείκνυμι (Α)
λ. αναδεικνύω.

Greek Monotonic

ἀναδείκνῡμι: και -ύω, μέλ. -δείξω, Ιων. -δέξω·
I. ανασηκώνω και επιδεικνύω, πύλας ἀναδεικνύναι, παρουσιάζω με το άνοιγμα των θυρών, δηλ. ανοίγω διάπλατα τις πύλες, σε Σοφ.· (ομοίως στην Παθ., μυσταδόκος δόμος ἀναδείκνυται, σε Αριστοφ.)· ἀναδέξαι ἀσπίδα, κρατώ ασπίδα ως σινιάλο, σύμβολο, σε Ηρόδ.· ἀνέδειξε σημήιον τοῖςἄλλοις ἀνάγεσθαι, τους έκανε σινιάλο για να ανοιχτούν στη θάλασσα, στον ίδ.
II. καθαγιάζω, αφιερώνω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναδείκνῡμι: и ἀναδεικνύω
1) поднимать для показа или сигнализации (ἀσπίδα Her.; πυρσόν Polyb.): ἀναδέξαι σημήϊόν τινι ἀνάγεσθαι Her. дать кому-л. знак к отплытию;
2) широко растворять, распахивать (πύλας πᾶσιν Soph.);
3) публично объявлять, провозглашать: ἀ. τινά τινα Xen., Polyb., Plut. провозглашать кого-л. кем-л.;
4) торжественно открывать, освящать (ἱερόν, θέατρον Plut.).