ἀτάρακτος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀτάρακτος:''' -ον ([[ταράσσω]]), αυτός που δεν διακόπτεται, [[χωρίς]] [[ταραχή]], [[αμετακίνητος]], για στρατιώτες, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀτάρακτος:''' -ον ([[ταράσσω]]), αυτός που δεν διακόπτεται, [[χωρίς]] [[ταραχή]], [[αμετακίνητος]], για στρατιώτες, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτάρακτος:''' (τᾰ)<br /><b class="num">1)</b> не приведенный в замешательство, хладнокровный, непоколебимый (στρατιωτικοί Xen.);<br /><b class="num">2)</b> астр. ничем не возмущаемый (αἱ ἐν οὐρανῷ περιφοραί Plat.);<br /><b class="num">3)</b> невозмутимый, спокойный Xen. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not disturbed, uniform, περίοδοι Pl.Ti.47c. II not disturbed, without confusion, steady, of soldiers, X.Cyr.2.1.31: generally, quiet, Id.Eq.7.10 (Sup.). Adv. Sup. -ότατα Id.Eq.Mag.2.1. III not excited, calm, Arist.HA 630b12: Comp., M.Ant.4.24; of the sea, prob. in Arist.Pr.944b23. Adv. -τως, ζῆν Phld.Herc.1003.
German (Pape)
[Seite 383] nicht verwirrt, nicht beunruhigt, unerschütterlich, Plat. Tim. 47 c Xen. Cyr. 2, 1, 31; von keiner Leidenschaft bewegt, ἀταρακτότερος M. Anton. 4, 24; nicht beunruhigend, Xen. de re equ. 7, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτάρακτος: -ον, ὁ μὴ τεταραγμένος, ἀεὶ ὅμοιος, περιφοραὶ Πλάτ. Τίμ. 47C. ΙΙ. ὁ μὴ ταραχθείς, ὁ μὴ εἰς σύγχυσιν περιπεσών, εὐσταθής, περὶ τῶν ἀμφὶ τὸ στράτευμα ὑπηρετῶν, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 31· οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ. ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 2, 1 (ἐν τῷ ὑπερθ. -ότατα): καθόλου, ἄνευ ταραχῆς, ἥσυχος, ὁ αὐτ. Ἱππ. 7, 10. ΙΙΙ. ὁ μὴ ὑπὸ πάθους διαταραχθείς, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 7: ἀπαθής Μ. Ἀντων. 4. 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non troublé ; sans désordre, sans confusion (troupe de soldats).
Étymologie: ἀ, ταράσσω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1disciplinado en el ejército, X.Cyr.2.1.31, neutr. sup. plu. como adv. ῥᾷστα καὶ ἀταρακτότατα ὁδοὺς πορεύσονται X.Eq.Mag.2.1.
2 no agitado, tranquilo de un anim., por op. al que es acosado y perseguido, Arist.HA 630b12, neutr. subst. τὸ ἀ. Arist.Pr.944b23
•fig. no alterado, inmutable, uniforme αἱ ἐν οὐρανῷ ... τοῦ νοῦ περίοδοι Pl.Ti.47c, cf. Poll.5.169
•de pers. impasible, tranquilo, no perturbado ὁ δίκαιος ἀταρακτότατος Epicur.Sent.[5] 17, cf. Fr.[37] 29.2, M.Ant.4.24
•neutr. compar. como adv. ἥδιον βιώσονται καὶ ἀταρακτότερον Plu.2.1104b.
3 que no causa alteración τοῦτο γὰρ ἀταρακτότατον X.Eq.7.10.
II adv. -ως
1 sin desorden en el ejército τὸ μέτωπον δὲ οὕτω μηκύνοιεν ἂν τῆς τάξεως ἀταράκτως X.Eq.Mag.4.10.
2 sin perturbación ζῆν ἀταράκτως Phld.Log.Libr.p.572, ἀταράκτως ... διαβιῶναι M.Ant.12.3.
Greek Monolingual
και ατάραχος και ατάραγος, -η, -ο (AM ἀτάρακτος και ἀτάραχος, -ον)
ήρεμος, γαλήνιος
νεοελλ.
1. (για υγρά) αυτός που δεν τον έχουν ανακατέψει
2. αυτός που δεν συγκινείται, ο απαθής
αρχ.
1. αμετασάλευτος, αμετάβλητος, σταθερός
2. αυτός που δεν προκαλεί ή δεν φέρνει ταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ατάρακτος και ατάραγος < α- στερ. + ταράσσω, ενώ ο τ. ατάραχος < α- στερ. + -ταραχος < ταραχή < ταράσσω.
Greek Monotonic
ἀτάρακτος: -ον (ταράσσω), αυτός που δεν διακόπτεται, χωρίς ταραχή, αμετακίνητος, για στρατιώτες, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀτάρακτος: (τᾰ)
1) не приведенный в замешательство, хладнокровный, непоколебимый (στρατιωτικοί Xen.);
2) астр. ничем не возмущаемый (αἱ ἐν οὐρανῷ περιφοραί Plat.);
3) невозмутимый, спокойный Xen. etc.