βδέλυγμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βδέλυγμα:''' τό ([[βδελύσσομαι]]), [[πράγμα]] ή [[είδωλο]] που προκαλεί [[αποστροφή]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''βδέλυγμα:''' τό ([[βδελύσσομαι]]), [[πράγμα]] ή [[είδωλο]] που προκαλεί [[αποστροφή]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''βδέλυγμα:''' ατος τό гнусность, мерзость (τὸ β. τῆς ἐρημώσεως NT).
}}
}}

Revision as of 17:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βδέλυγμα Medium diacritics: βδέλυγμα Low diacritics: βδέλυγμα Capitals: ΒΔΕΛΥΓΜΑ
Transliteration A: bdélygma Transliteration B: bdelygma Transliteration C: vdelygma Beta Code: bde/lugma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A abomination, τοῖς Αἰγ. πᾶς ποιμήν β. LXX Ge. 43.32, etc.; β. τῶν ἐρημώσεων, ἐρημώσεως, of an idol, ib.Da.9.27, 1 Ma. 1.54, cf. Ev.Matt.24.15.

German (Pape)

[Seite 440] τό, das Verabscheute, Scheusal, LXX.; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

βδέλυγμα: τό, πρᾶγμα βδελυκτόν, δηλ. εἴδωλονπρᾶγμα προσφερόμενον εἰς εἴδωλα, Ἑβδ. (Δαν. θʹ, 27., 1 Μακκ. αʹ, 54), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδʹ, 15· ‒ βδελυγμός, ὁ, παρ’ Ἡσυχ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
NT objet d’horreur, cause d’abomination ; partic. culte des idoles, idolatrie.
Étymologie: βδελύσσομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
abominaciónde lo ritualmente impuro, LXX Ge.43.32, del cuerpo enfermo, Philost.HE 7.13, esp. de la idolatría τῇ Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων LXX 3Re.11.6, ἀπὸ τῶν βδελυγμάτων ὧν ἐποίησατε LXX Ie.51.22, cf. 39.35, ζυγοὶ δόλιοι β. ἐνώπιον κυρίου LXX Pr.11.1, de la soberbia τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν β. ἐνώπιον τοῦ θεοῦ Eu.Luc.16.15, cf. Eus.HE 3.5.4, de la maledicencia, Origenes Hom.5.11 in Ier.

• Etimología: v. βδελυρός.

English (Abbott-Smith)

βδέλυγμα, -τος, τό (< βδελύσσω), [in LXX chiefly for שֶׁקֶץ ,תּוֹעֵבָה;]
an abomination, a detestable thing: Lk 16:15, Re 17:4, 5 21:27; τὸ β. τ. ἐρημώσεως (Da LXX 12:11, cf . I Mac 1:54; DB, i, 12f.; DCG, i, 6f.), Mk 13:14, Mt 24:15 (Cremer, 138).†

English (Strong)

from βδελύσσω; a detestation, i.e. (specially) idolatry: abomination.

English (Thayer)

βδελύγματος, τό (βδελύσσομαι), a Biblical and ecclesiastical word; in the Sept. mostly for תּועֵבָה, also for שִׁקוּץ and שֶׁקֶץ, a foul thing (loathsome on acct. of its stench), a detestable thing; (Tertullian abominamentum); Luth. Greuel; (A. V. abomination);
a. universally: ποιεῖν βδέλυγμα ψεῦδος, τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως the desolating abomination (others take the genitive, others; e. g. Meyer as a genitive epexegetical) in Josephus, b. j. 4,9, 11ff (the Sept. βδέλυγμα (τῆς) ἐρημώσεως for מְשֹׁמֵם שִׁקּוּץ and שֹׁמֵם שִׁקוּץ, βδέλυγμα τῶν ἐρημώσεων for מְשֹׁמֵם שִׁקוּצִים the abomination (or abominations) wrought by the desolator, i. e. not the statue of Jupiter Olympius, but a little idol-altar placed upon the altar of whole burnt offerings; cf. Grimm on 1 Maccabees , p. 31; Hengstenberg, Authentie des Daniel , p. 85f; (the principal explanations of the N. T. phrase are noticed in Dr. James Morison's Commentary on Matthew , the passage cited).)

Greek Monolingual

το (AM βδέλυγμα) βδελύσσομαι
σίχαμα, κάτι σιχαμένο, που προκαλεί αηδία
αρχ.-μσν.
σίχαμα, είδωλο ή κάτι που προσφέρεται στη λατρεία των ειδώλων.

Greek Monotonic

βδέλυγμα: τό (βδελύσσομαι), πράγμα ή είδωλο που προκαλεί αποστροφή, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

βδέλυγμα: ατος τό гнусность, мерзость (τὸ β. τῆς ἐρημώσεως NT).