βδελυκτός: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βδελυκτός:''' -ή, -όν ([[βδελύσσομαι]]), [[αηδιαστικός]], [[απεχθής]], [[αποτρόπαιος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''βδελυκτός:''' -ή, -όν ([[βδελύσσομαι]]), [[αηδιαστικός]], [[απεχθής]], [[αποτρόπαιος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''βδελυκτός:''' мерзостный, оскверненный NT.
}}
}}

Revision as of 17:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βδελυκτός Medium diacritics: βδελυκτός Low diacritics: βδελυκτός Capitals: ΒΔΕΛΥΚΤΟΣ
Transliteration A: bdelyktós Transliteration B: bdelyktos Transliteration C: vdelyktos Beta Code: bdelukto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disgusting, abominable, LXX Pr.17.15, Ep.Tit.1.16, Ph.2.261.

German (Pape)

[Seite 440] ekelhaft, abscheulich, Ep. ad Tit. 1, 16; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

βδελυκτός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν βδελυγμίαν ἢ ἀηδίαν, ἄξιος ἀποστροφῆς, Ἐπ. Τίτ. 1. 16., Φίλων 2. 261· ‒ παρὰ Βυζ. καὶ -κτέος, α, ον.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dégoûtant, répugnant, abominable.
Étymologie: βδελύσσομαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
repugnante, abominablede los que ofenden a Dios, LXX Pr.17.15, 2Ma.1.27, Ep.Tit.1.16, Ph.2.261, de la herejía πᾶν σχῖσμα βδελυκτόν ἦν ἡμῖν 1Ep.Clem.2.6, cf. 30.1.

English (Abbott-Smith)

βδελυκτός, ή, -όν (< βδελύσσω), [in LXX: Pr 17:15 (תֹּועֵבָה), Si 41:5, II Mac 1:27*;]
abominable, detestable: Tit 1:16 (Cremer, 137).†

English (Strong)

from βδελύσσω; detestable, i.e. (specially) idolatrous: abominable.

English (Thayer)

βδελυκτή, ὄν (βδελύσσομαι), abominable, detestable: Philo de victim. offer. § 12under the end).)

Greek Monolingual

βδελυκτός, -ή, -όν (AM) βδελύσσομαι
εκείνος που προκαλεί αηδία, ο σιχαμερός
μσν.
ανόσιος, ανίερος.

Greek Monotonic

βδελυκτός: -ή, -όν (βδελύσσομαι), αηδιαστικός, απεχθής, αποτρόπαιος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

βδελυκτός: мерзостный, оскверненный NT.