ἐπισωρεύω: Difference between revisions

From LSJ

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
(14)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπισωρεύω]])<br />(<b>για πρόσ.</b>) (ενεργ. και μέσ.) [[συγκεντρώνω]], [[συσσωρεύω]], [[μαζεύω]] (α. «τα πλήθη [[βλέπω]] να επισωρεύωνται», Κάλβος<br />β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσσωρεύω]], [[σωριάζω]] («αυτός ο [[πόλεμος]] επισώρευσε πολλές συμφορές στη [[χώρα]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[σωριάζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσθέτω]] [[κάτι]] στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ τοῡ κυνικοῡ τούτοις ἐπισωρεύειν τινά», <b>Αθήν.</b>).
|mltxt=(AM [[ἐπισωρεύω]])<br />(<b>για πρόσ.</b>) (ενεργ. και μέσ.) [[συγκεντρώνω]], [[συσσωρεύω]], [[μαζεύω]] (α. «τα πλήθη [[βλέπω]] να επισωρεύωνται», Κάλβος<br />β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσσωρεύω]], [[σωριάζω]] («αυτός ο [[πόλεμος]] επισώρευσε πολλές συμφορές στη [[χώρα]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[σωριάζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσθέτω]] [[κάτι]] στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ τοῡ κυνικοῡ τούτοις ἐπισωρεύειν τινά», <b>Αθήν.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισωρεύω:''' <b class="num">1)</b> накапливать, нагромождать (τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> наваливать (νεκρούς Plut.);<br /><b class="num">3)</b> привлекать (τινάς NT).
}}
}}

Revision as of 20:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισωρεύω Medium diacritics: ἐπισωρεύω Low diacritics: επισωρεύω Capitals: ΕΠΙΣΩΡΕΥΩ
Transliteration A: episōreúō Transliteration B: episōreuō Transliteration C: episoreyo Beta Code: e)piswreu/w

English (LSJ)

   A heap upon, τινί τι Ath.3.123e ; heap up, accumulate, διδασκάλους 2 Ep.Ti.4.3 ; ἓν ἐξ ἑνός Arr. Epict.1.10.5; ἀμηχανίας Plu.2.830a:—Pass., Id.in Hes.34, Vett.Val. 344.12.

German (Pape)

[Seite 988] dazu anhäufen, aufhäufen, τινί, Ath. III, 123 e u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισωρεύω: ὡς καὶ νῦν, σωρεύω ἐπί τινος, τινί τι Ἀθήν. 123Ε, Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 3: συσσωρεύω, Λατ. accumulare, Πλούτ. 2. 830Α.

French (Bailly abrégé)

ajouter à un tas, entasser encore, accumuler.
Étymologie: ἐπί, σωρεύω.

English (Strong)

from ἐπί and σωρεύω; to accumulate further, i.e. (figuratively) seek additionally: heap.

English (Thayer)

future ἐπισωρεύσω; to heap up, accumulate in piles: διδασκάλους, to choose for themselves and run after a great number of teachers, Plutarch, Athen., Artemidorus Daldianus, others.)

Greek Monolingual

(AM ἐπισωρεύω)
(για πρόσ.) (ενεργ. και μέσ.) συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω (α. «τα πλήθη βλέπω να επισωρεύωνται», Κάλβος
β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)
νεοελλ.
συσσωρεύω, σωριάζω («αυτός ο πόλεμος επισώρευσε πολλές συμφορές στη χώρα»)
μσν.
σωριάζω πάνω σε κάτι
αρχ.
προσθέτω κάτι στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ τοῡ κυνικοῡ τούτοις ἐπισωρεύειν τινά», Αθήν.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπισωρεύω: 1) накапливать, нагромождать (τι Plut.);
2) наваливать (νεκρούς Plut.);
3) привлекать (τινάς NT).