θοῦρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θοῦρος:''' ὁ (πρβλ. [[θρῴσκω]]), [[ορμητικός]], [[βίαιος]], [[παράφορος]], [[άγριος]], μαινόμενος, [[πολεμικός]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
|lsmtext='''θοῦρος:''' ὁ (πρβλ. [[θρῴσκω]]), [[ορμητικός]], [[βίαιος]], [[παράφορος]], [[άγριος]], μαινόμενος, [[πολεμικός]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θοῦρος:''' [[θρῴσκω]] стремительный, неистовый, неукротимый ([[Ἄρης]], [[ἀλκή]] Hom.; [[Τυφῶν]] Aesch.; [[δόρυ]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 21:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοῦρος Medium diacritics: θοῦρος Low diacritics: θούρος Capitals: ΘΟΥΡΟΣ
Transliteration A: thoûros Transliteration B: thouros Transliteration C: thoyros Beta Code: qou=ros

English (LSJ)

ον, (θρῴσκω)

   A rushing, impetuous, furious, Hom. (only in Il.), as epith. of Ares, 15.127,al. (of the planet Mars, Doroth. ap. Heph.Astr.1.1); Τυφών A.Pr.356, cf. Fr.199; δόρυ E.Rh.492; ἀνὴρ Γαλάτης Eleg.Alex.Adesp.2.14:—fem. θοῦρις, ῐδος, ἡ, epith. of ἀλκή, Od.4.527, Il.7.164, al.; θ. ἀσπίς, prob. the shield with which one rushes to the fight, 11.32; αἰγίς 15.308.

German (Pape)

[Seite 1215] (θορεῖν), anstürmend, anspringend; Ἄρης, der im Kriege auf den Feind muthig eindringt, Il 15, 127 u. öfter; Eur. Suppl. 579; Τυφών Aesch. Prom. 354; δόρυ Eur. Rhes. 492; Ap. Rh. 1, 466.

Greek (Liddell-Scott)

θοῦρος: ὁ, (√ΘΟΡ, θρώσκω), ὁρμητικός, μαινόμενος, πολεμικός, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν Ἰλ.), ὡς ἐπίθετον τοῦ Ἄρεως, Ο. 127, κτλ.· Τυφὼν Αἰσχύλ. Πρ. 354, πρβλ. Ἀποσπ. 196· δόρυ Εὐρ. Ρήσ. 492· - θηλ. θοῦρις, ῐδος, ἡ, τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετον τοῦ ἀλκή, Ὀδ. Δ. 527, καὶ συχν. ἐν Ἰλ.· ὡσαύτως θοῦρις ἀσπίς, πιθν. ἡ ἀσπίς, μεθ’ ἧς ὁρμᾷ τις εἰς τὴν μάχην, Ἰλ. Λ. 32, Υ. 162.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’élance, impétueux.
Étymologie: R. Θορ, v. θρῴσκω.

English (Autenrieth)

and θοῦρις, ιδος (θρώσκω): impetuous, rushing.

Greek Monolingual

θοῡρος, -ον, θηλ. και θοῡρις (Α)
1. ορμητικός, σφοδρός, πολεμικός
2. (στην Ιλ.) επίθετο του θεού Άρεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θορ-Fος, είτε απευθείας από τον αόρ. θορ-είν του θρώσκω είτε ως μεταπλασμός θ. σε -υ: θόρ-υς (πρβλ. μανός < μαν-F-ός, στενός < στεν- Fός κ.ά.). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το αθύρω «παίζω, διασκεδάζω, τραγουδώ».
ΠΑΡ. θούριος
αρχ.
θουραίος, θουράς, θουρήεις, θούρητρα, θουρίων, θούρις, θουρώ].

Greek Monotonic

θοῦρος: ὁ (πρβλ. θρῴσκω), ορμητικός, βίαιος, παράφορος, άγριος, μαινόμενος, πολεμικός, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θοῦρος: θρῴσκω стремительный, неистовый, неукротимый (Ἄρης, ἀλκή Hom.; Τυφῶν Aesch.; δόρυ Eur.).