κατασκεδάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατασκεδάννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -σκεδάσω [ᾰ],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διασκορπίζω]] ή [[περιχύνω]], <i>τικατά τινος</i>, σε Αριστοφ.· επίσης, <i>τί τινος</i>, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κ. φήμην</i>, [[διαδίδω]] [[φήμη]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., [[περιχύνω]] ή [[ραντίζω]] [[τριγύρω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''κατασκεδάννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -σκεδάσω [ᾰ],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διασκορπίζω]] ή [[περιχύνω]], <i>τικατά τινος</i>, σε Αριστοφ.· επίσης, <i>τί τινος</i>, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κ. φήμην</i>, [[διαδίδω]] [[φήμη]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., [[περιχύνω]] ή [[ραντίζω]] [[τριγύρω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκεδάννυμι:''' и (в pf. и impf.) κατασκεδαννύω (fut. κατασκεδάσω - атт. [[κατασκεδῶ]])<br /><b class="num">1)</b> разливать, выливать ([[θερμόν]] τι [[κατά]] τινος Arph.; τὰς ἀμίδας τινός Dem.): κατεσκεδάσατο τὸ [[κέρας]] Xen. (Севт выпил и) выплеснул свой бокал;<br /><b class="num">2)</b> распространять, рассеивать, распускать (τὴν φήμην Plat.; οὐχ [[οὗτος]] ὁ [[λόγος]] ἐν τῇ πόλει κατεσκέδασται Lys.);<br /><b class="num">3)</b> перен. обрушивать, изливать (ὕβριν εἴς τινα, ἀδοξίαν τινός Plut.; ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν τινος Luc.).
}}
}}

Revision as of 22:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκεδάννῡμι Medium diacritics: κατασκεδάννυμι Low diacritics: κατασκεδάννυμι Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΔΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: kataskedánnymi Transliteration B: kataskedannymi Transliteration C: kataskedannymi Beta Code: kataskeda/nnumi

English (LSJ)

and κατασκεδαννύω (D.54.4 codd.), Att. fut.

   A -σκεδῶ Antiph.25:—scatter, pour upon or over, κατάχυσμα . . κατεσκέδασαν θερμὸν τοῦτο καθ' ὑμῶν Ar.Av. 536, cf.PMagd.33.4 (iii B.C.); τὰς ἀμίδας D. l.c.: usu. c. acc. et gen., τὴν μεγίστην ἀρύταιναν ὑμῶν Antiph.l.c., etc.; ὥσπερ ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας -σκεδάσας D.18.50; κ. ὕβριν τινός pour abuse upon one, Plu.2.10c; λῆρον κ. τινός Luc.Salt.6; ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν κ. τινός Id.Eun.2, etc.    2 κ. φήμην spread a report against one, Pl.Ap.18c:—Pass., ἡ φήμη κατεσκέδασται τοῦ Μίνω Id.Min.320d; ὁ λόγος ἐν τῇ πόλει κατεσκέδασται (prob. l. for -σκεύασται) Lys.10.23; τοῦ πόνου πλείονος -ασμένου τῆς σαρκός Hp.Medic.7.    3 Med., pour, sprinkle about, X.An.7.3.32 (Suid., Phot.: συγκατ-) codd.).    4 overthrow, destroy, IG12(9).1179.9 (Euboea).

German (Pape)

[Seite 1378] (s. σκεδάννυμι), darauf, darüber ausstreuen, ausgießen, ausschütten; κατεσκέδασαν θερμὸν τοῦτο καθ' ὑμῶν Ar. Av. 535; κατασκεδῶ τὴν μεγίστην ἀρύταιναν ὑμῶν Alexis bei Ath. III, 123 c; τὰς ἀμίδας κατεσκεδάννυον Dem. 54, 4; Sp., τοσαύτην τινά μου λόγων ἀμβροσίαν κατεσκέδασεν Luc. Nigr. 3, vgl. Lexiph. 16; – φήμην κατασκεδάσαι, das Gerücht ausbreiten, Plat. Apol. 18 c; κατεσκέδασται ὁ λόγος ἐν τῇ πόλει Lys. 10, 23; ἀδοξίαν αὐτοῦ κατεσκέδασαν Plut. Thes. 16; ὕβριν τινός, Schmähungen über Einen ausschütten, de educ. lib. 14. – Med., τῶν μετ' αὐτοῦ τὸ κέρας, seinen Bei Sp. auch = widerlegen, zunicht machen, ein Gerücht od. eine Anklage.

French (Bailly abrégé)

f. κατασκεδάσω, att. κατασκεδῶ;
1 répandre sur : τί τινος qch sur qqn ; fig. φήμην τινός PLAT, ὕβριν τινός PLUT répandre un bruit (ou un outrage) sur le compte de qqn;
2 répandre en gén. : κατεσκέδασται λόγος ἐν τῇ πόλει LYS un bruit s’est répandu dans la ville;
Moy. κατασκεδάννυμαι répandre qch à soi : κέρας XÉN répandre sa coupe sur.
Étymologie: κατά, σκεδάννυμι.

Greek Monolingual

κατασκεδάννυμι και κατασκεδαννύω και κατασκεδάζω (Α)
1. διασκορπίζω, διασπείρω
2. χύνω πάνω σε κάτι, ραντίζω («κατάχυσμ' ἕτερον γλυκὺ καὶ λιπαρόν, κἄπειτα κατεσκέδασαν θερμόν», Αριστοφ.)
3. διαδίδω φήμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σκεδάννυμι «διασκορπίζω»].

Greek Monotonic

κατασκεδάννῡμι: και -ύω, μέλ. -σκεδάσω [ᾰ],
I. 1. διασκορπίζω ή περιχύνω, τικατά τινος, σε Αριστοφ.· επίσης, τί τινος, σε Δημ. κ.λπ.
2. κ. φήμην, διαδίδω φήμη εναντίον κάποιου, σε Πλάτ.
3. Μέσ., περιχύνω ή ραντίζω τριγύρω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κατασκεδάννυμι: и (в pf. и impf.) κατασκεδαννύω (fut. κατασκεδάσω - атт. κατασκεδῶ)
1) разливать, выливать (θερμόν τι κατά τινος Arph.; τὰς ἀμίδας τινός Dem.): κατεσκεδάσατο τὸ κέρας Xen. (Севт выпил и) выплеснул свой бокал;
2) распространять, рассеивать, распускать (τὴν φήμην Plat.; οὐχ οὗτοςλόγος ἐν τῇ πόλει κατεσκέδασται Lys.);
3) перен. обрушивать, изливать (ὕβριν εἴς τινα, ἀδοξίαν τινός Plut.; ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν τινος Luc.).