μετοίχομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετοίχομαι:''' μέλ. <i>-οιχήσομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> αποθ., έχω [[πάρει]] στο κατόπι, έχω [[πάει]] προς [[αναζήτηση]], με αιτ. προσ., σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., [[αναζητώ]], [[επιδιώκω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με εχθρική [[πρόθεση]], [[καταδιώκω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> έχω [[πάει]] [[ανάμεσα]] ή [[διά]] μέσου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> έχω [[πάει]] μαζί με, στο ίδ.
|lsmtext='''μετοίχομαι:''' μέλ. <i>-οιχήσομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> αποθ., έχω [[πάρει]] στο κατόπι, έχω [[πάει]] προς [[αναζήτηση]], με αιτ. προσ., σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., [[αναζητώ]], [[επιδιώκω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με εχθρική [[πρόθεση]], [[καταδιώκω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> έχω [[πάει]] [[ανάμεσα]] ή [[διά]] μέσου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> έχω [[πάει]] μαζί με, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετοίχομαι:''' <b class="num">1)</b> идти за (кем-л. или чем-л.): [[κῆρυξ]] μετῴχετο ἀοιδόν Hom. глашатай пошел за певцом;<br /><b class="num">2)</b> нападать, бросаться, преследовать (τινα Hom.);<br /><b class="num">3)</b> идти вместе, сопровождать (τίς τοι μετοιχομένη [[φάος]] οἴσει; Hom.);<br /><b class="num">4)</b> проходить (ἀνὰ [[ἄστυ]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 00:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοίχομαι Medium diacritics: μετοίχομαι Low diacritics: μετοίχομαι Capitals: ΜΕΤΟΙΧΟΜΑΙ
Transliteration A: metoíchomai Transliteration B: metoichomai Transliteration C: metoichomai Beta Code: metoi/xomai

English (LSJ)

   A go after, go in quest of, τούσδε μετοιχόμενος Il.10.111; κῆρυξ δὲ μετῴχετο θεῖον ἀοιδόν Od.8.47: c. acc. rei, = μετέρχομαι IV.3, καθαρμόν E.IT1332.    2 with hostile intent, rush upon, pursue, ὁ δ' Ἄβαντα μετῴχετο Il.5.148.    3 go among or through, ἀνὰ ἄστυ Od.8.7 (or in signf. 1).    4 follow behind, τίς τοι . . μετοιχομένη φάος οἴσει; 19.24.

German (Pape)

[Seite 161] (s. οἴχομαι), weg- u. anderswohin gehen, Ap. Rh. 4, 758; nach Einem gehen, um ihn zu holen, κήρυξ δὲ μετῴχετο θεῖον ἀοιδόν, Od. 8, 47, vgl. Il. 10, 111; ähnlich καθαρμὸν ὃν μετοίχομαι, Eur. I. T. 1332; auch im feindlichen Sinne, verfolgen, τινά, Il. 5, 148; – zwischen hin-, durchgehen, ἀνὰ ἄστυ, Od. 8, 7; – mitgehen, absolut, Od. 19, 24.

Greek (Liddell-Scott)

μετοίχομαι: μέλλ. -οιχήσομαι· ἀποθ.· - ἀπέρχομαι πρὸς ἀναζήτησίν τινος, ὅπως καλέσω ἢ ἀγάγω αὐτόν, τούσδε μετοιχόμενος Ἰλ. Κ. 111· κῆρυξ δὲ μετῴχετο θεῖον ἀοιδὸν Ὀδ. Θ. 47· μετ’ αἰτ. πράγμ., ζητῶ τι, Εὐρ. Ι. Τ. 1332. 2) μετὰ ἐχθρικοῦ σκοποῦ, ὁρμῶ, ἐφορμῶ, ἐπιτίθεμαι, καταδιώκω, ὁ δ’ Ἄβαντα μετῴχετο Ἰλ. Ε. 148. 3) διέρχομαι…, ἀνὰ ἄστυ Ὀδ. Θ. 7. 4) ἀπέρχομαι μετά τινος, τίς τοι... μετοιχομένη φάος οἴσει; Τ. 24.

French (Bailly abrégé)

impf. μετῳκόμην;
1 aller au milieu de, à travers;
2 aller avec, accompagner;
3 aller vers, aller trouver, aborder ; avec idée d’hostilité poursuivre.
Étymologie: μετά, οἴχομαι.

English (Autenrieth)

imp. μετοίχεο, part. μετοιχόμενος, ipf. μετῴχετο: go away with or after, in friendly or hostile sense, Od. 19.24, Od. 8.47, Il. 5.148.

Greek Monolingual

μετοίχομαι (Α)
1. πηγαίνω να βρω κάποιον ή πηγαίνω να προσκαλέσω ή να πάρω κάποιον μαζί μου
2. επιζητώ ή επιδιώκω κάτι
3. ορμώ, επιτίθεμαι, καταδιώκω
4. διέρχομαι, περνώ
5. φεύγω συνοδευόμενος από κάποιον
6. αναχωρώ από έναν τόπο για να πάω σε άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + οἴχομαι «φεύγω, αναχωρώ»].

Greek Monotonic

μετοίχομαι: μέλ. -οιχήσομαι,
1. αποθ., έχω πάρει στο κατόπι, έχω πάει προς αναζήτηση, με αιτ. προσ., σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., αναζητώ, επιδιώκω, σε Ευρ.
2. με εχθρική πρόθεση, καταδιώκω, σε Ομήρ. Ιλ.
3. έχω πάει ανάμεσα ή διά μέσου, σε Ομήρ. Οδ.
4. έχω πάει μαζί με, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μετοίχομαι: 1) идти за (кем-л. или чем-л.): κῆρυξ μετῴχετο ἀοιδόν Hom. глашатай пошел за певцом;
2) нападать, бросаться, преследовать (τινα Hom.);
3) идти вместе, сопровождать (τίς τοι μετοιχομένη φάος οἴσει; Hom.);
4) проходить (ἀνὰ ἄστυ Hom.).