σπάνις: Difference between revisions
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σπάνις:''' ἡ, γεν. <i>-εως</i>, δοτ. <i>-ει</i>, Ιων. <i>-ι</i>· [[ανεπάρκεια]], [[σπανιότητα]], [[ένδεια]], [[έλλειψη]], [[στέρηση]] ενός πράγματος, σε Ευρ., Δημ.· οὐ [[σπάνις]] (<i>ἐστι</i>) = <i>οὐ σπάνιον</i>, δεν υπάρχει [[έλλειψη]], [[δυσκολία]], σε Ευρ. | |lsmtext='''σπάνις:''' ἡ, γεν. <i>-εως</i>, δοτ. <i>-ει</i>, Ιων. <i>-ι</i>· [[ανεπάρκεια]], [[σπανιότητα]], [[ένδεια]], [[έλλειψη]], [[στέρηση]] ενός πράγματος, σε Ευρ., Δημ.· οὐ [[σπάνις]] (<i>ἐστι</i>) = <i>οὐ σπάνιον</i>, δεν υπάρχει [[έλλειψη]], [[δυσκολία]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπάνις:''' εως (ᾰ) ἡ (ион. dat. σπάνι) редкость, недостаток, нехватка, скудость (ἀργυρίου Lys.; νομῆς Plat.; [[ἀνδρῶν]] Dem.): ἐν σπάν(ε)ι τινός Her., Dem. или τῇ τινος σπάνει Thuc. за недостатком или отсутствием чего-л.; σ. (τοῦ) βίου Soph., Eur. недостаток средств к жизни, нужда. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:40, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, gen. εως, dat. ει, Ion. ι:—
A scarcity, dearth, lack, τόλμης E.Or.942; ἀνδρῶν D.25.31; ὕδατος Arist.GA746b10, cf. LXX Ju.8.9; θηρίων Str.2.5.26; νεκύων AP9.53 (Nicod. or Bass.); οὐ σπάνις . . ἔχειν,= οὐ σπάνιον, there is no lack, no difficulty, in getting, E.IA1163; οὗ σ. ἀνδρὶ τυχεῖν which 'tis rare for a man to get, IG2.2753, cf. 3577: abs., dearth, τροφὰς ἐν τῇ μεγάλῃ σ. παρέσχε ib.3.687. II unsatisfied need, want, c. gen., ἐν σπάνι βύβλων Hdt.5.58; σ. σχεῖν τοῦ βίου poverty, S.OT1461; βίου E.Hec.12; ἢν δέ του σπάνιν τιν' ἴσχῃς S.OC506, cf. Pl.Lg.678d; σ. τῶν ἀναγκαίων Antipho 4.1.2; τῇ τῶν χρημάτων σ. Th.1.142; ἀργυρίου Lys.19.11; ἡ . . σ. πρόχειρος εἰς τὸ δρᾶν κακά want, poverty, Philem.157. 2 craving, defined as ἐπιθυμία ἀτελής, Stoic.3.97; ἐν σ. χρημάτων D.19.153, cf. Phld.Lib.p.45 O.
German (Pape)
[Seite 916] ἡ, von Sachen, Seltenheit, das in geringer Anzahl Vorhandensein, Mangel; ὥςτε μὴ σπάνιν ποτὲ σχεῖν τοῦ βίου, Soph. O. R. 1461; O. C. 507; βίου, Eur. Hec. 12; ἀγαθῶν, Rhes. 245; βύβλων, Her. 5, 58; Thuc. 7, 60; ἀργυρίου σπάνις ἐστὶν ἐν πόλει, Lys. 19, 11; νομῆς, Plat, Legg. III, 679 a; ἐν σπάνει χρημάτων καταστήσειν, Dem. 19, 153; Pol. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σπάνις: ἡ, γεν. εως, δοτ. ει, Ἰων. ι· (ἴδε ἐν λ. πένομαι)· ἐπὶ πραγμάτων, σπανιότης, ὀλιγότης, ἔλλειψις, τόλμης Εὐρ. Ὀρ. 942· ἀνδρῶν Δημ. 779. 16· θηρίων Στράβ. 127· νεκύων Ἀνθ. Π. 9. 53· - οὐ σπάνις ... ἔχειν = οὐ σπάνιον, δὲν ὑπάρχει ἔλλειψις ἢ δυσκολία νά …, Εὐρ. Ι. Α. 1163· σπ. ἐστὶ τυχεῖν τινος, εἶναι σπάνιον πρᾶγμα νὰ ἐπιτύχῃ τις, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 52, 53· - ἀπολ., ἔλλειψις, λιμός, τροφὰς ἐν τῇ μεγάλῃ σπάνει παρέσχε Συλλ. Ἐπιγρ. 378· ἡ ... σπ. πρόχειρος εἰς τὸ δρᾶν κακά, ἡ ἔλλειψις, ἡ πτωχεία, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 69. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, τὸ μὴ ἔχειν, στερεῖσθαί τινος, μετὰ γενικ., ἐν σπάνι βύβλων Ἡρόδ. 5. 58· σπ. τοῦ βίου, ἡ πτωχεία, Σοφ. Ο. Τ. 1461· βίου Εὐρ. Ἑκ. 12· ἢν δέ του σπάνιν τιν΄ ἴσχῃς Σοφ. Ο. Κ. 506, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 678D· σπ. τῶν ἀναγκαίων Ἀντιφῶν 125. 24· τῇ τῶν χρημάτων σπάνει Θουκ. 1. 142· ἀργυρίου Λυσ. 152 ἐν τέλ.· ἐν σπάνει χρημάτων Δημ. 389. 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
dat. ion. ι;
1 rareté, insuffisance ; manque : τῶν χρημάτων, ἀργυρίου insuffisance ou manque de ressources, d’argent;
2 difficulté.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Greek Monolingual
-εως, η, ΝΑ
σπανιότητα
νεοελλ.
(λόγιος τ.)
1. (οικον.) η ανεπάρκεια της ποσότητας τών προσφερόμενων αγαθών σε σχέση με τη ζητούμενη ποσότητα τους
2. φρ. α) «σπάνις εισροών» — έλλειψη συντελεστών παραγωγής
β) «σπάνις εκροών»
(οικον.) έλλειψη προϊόντων προς κατανάλωση
αρχ.
1. πείνα («τροφὰς ἐν τῇ μεγάλη σπάνει παρέσχε», επιγρ.)
2. (κατά τους Στωικ.) «ἐπιθυμία ἀτελής»
3. φρ. «οὐ σπάνις... ἔχειν» — δεν υπάρχει έλλειψη ή δυσκολία να...
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί < σπάω / σπῶ + επίθημα -νι, ενώ κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (σ)παν- του πένομαι.
Greek Monotonic
σπάνις: ἡ, γεν. -εως, δοτ. -ει, Ιων. -ι· ανεπάρκεια, σπανιότητα, ένδεια, έλλειψη, στέρηση ενός πράγματος, σε Ευρ., Δημ.· οὐ σπάνις (ἐστι) = οὐ σπάνιον, δεν υπάρχει έλλειψη, δυσκολία, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σπάνις: εως (ᾰ) ἡ (ион. dat. σπάνι) редкость, недостаток, нехватка, скудость (ἀργυρίου Lys.; νομῆς Plat.; ἀνδρῶν Dem.): ἐν σπάν(ε)ι τινός Her., Dem. или τῇ τινος σπάνει Thuc. за недостатком или отсутствием чего-л.; σ. (τοῦ) βίου Soph., Eur. недостаток средств к жизни, нужда.