συμψηφίζω: Difference between revisions
(4) |
(nl) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμψηφίζω:''' <b class="num">1)</b> подсчитывать, складывать (τὰς τιμάς NT);<br /><b class="num">2)</b> med. голосовать вместе: σ. τινι Arph. поддерживать кого-л. | |elrutext='''συμψηφίζω:''' <b class="num">1)</b> подсчитывать, складывать (τὰς τιμάς NT);<br /><b class="num">2)</b> med. голосовать вместе: σ. τινι Arph. поддерживать кого-л. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμ-ψηφίζω act. bij elkaar optellen, berekenen:. συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν zij telden de waarden ervan bij elkaar op NT Act. Ap. 19.19. med. meestemmen met, dezelfde stem uitbrengen als, met dat.. Aristoph. Lys. 142. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A reckon together, count up, Act.Ap.19.19, PMag.Leid. W.9.4; reckon in, add, PMag.Leid.V.11.2. II Med., vote with, τινι Ar.Lys.142, cf. Poll.8.15:—Pass., App.BC3.22, Sammelb.7378.9 (ii A.D.), v.l. in LXXJe.29(49).21.
German (Pape)
[Seite 994] mit- od. zusammenrechnen, N. T.; – med. mitstimmen, συμψήφισαί μοι, Ar. Lys. 142.
Greek (Liddell-Scott)
συμψηφίζω: συγκαταλέγω, Πράξ. Ἀποστ. ιθʹ, 19. ― Παθητ., Ἐπιφάν., κλπ. ΙΙ. Μέσ., ψηφίζω μετά τινος, ψηφοφορῶ, τινι Ἀριστοφ. Λυσ. 142, πρβλ. Πολυδ. Ηʹ, 15˙ ― ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., Βυζ.
French (Bailly abrégé)
compter ensemble;
Moy. συμψηφίζομαι voter avec, être d’accord avec, τινι.
Étymologie: σύν, ψηφίζω.
English (Strong)
from σύν and ψηφίζω; to compute jointly: reckon.
English (Thayer)
1st aorist συνεψηφισα; to compute, count up: τάς τιμάς, τίνι, to vote with one, Aristophanes Lysias, 142.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ ψηφίζω
λογαριάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, κάνω συμψηφισμό, συνυπολογίζω («καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε», ΚΔ)
νεοελλ.
συγχωνεύω μια ποινή σε άλλη μεγαλύτερη, κάνω συμψηφισμό
μσν.
1. ψηφίζω μαζί με κάποιον
2. παθ. συμψηφίζομαι
συνεκλέγομαι ή συμπροτείνομαι για εκλογή
αρχ.
μέσ. ψηφίζω με κάποιον την ίδια γνώμη.
Greek Monolingual
ΝΜΑ ψηφίζω
λογαριάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, κάνω συμψηφισμό, συνυπολογίζω («καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε», ΚΔ)
νεοελλ.
συγχωνεύω μια ποινή σε άλλη μεγαλύτερη, κάνω συμψηφισμό
μσν.
1. ψηφίζω μαζί με κάποιον
2. παθ. συμψηφίζομαι
συνεκλέγομαι ή συμπροτείνομαι για εκλογή
αρχ.
μέσ. ψηφίζω με κάποιον την ίδια γνώμη.
Greek Monotonic
συμψηφίζω: μέλ. -σω, συγκαταλέγω, συνυπολογίζω, συναριθμώ, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συμψηφίζω: 1) подсчитывать, складывать (τὰς τιμάς NT);
2) med. голосовать вместе: σ. τινι Arph. поддерживать кого-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-ψηφίζω act. bij elkaar optellen, berekenen:. συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν zij telden de waarden ervan bij elkaar op NT Act. Ap. 19.19. med. meestemmen met, dezelfde stem uitbrengen als, met dat.. Aristoph. Lys. 142.