κοσμώ: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
(21) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(ΑM κοσμῶ, -έω) [[κόσμος]]<br /><b>1.</b> [[στολίζω]], [[εξωραΐζω]], [[προσδίδω]] [[κάλλος]], [[διακοσμώ]] (α. «εκόσμησαν την [[πόλη]] με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», <b>Πίνδ.</b><br />γ. «χαλκοῑς σῶμ' ἐκοσμήσανθ' ὅπλοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καλλωπίζω]], [[ομορφαίνω]] («εὖ μὲν τούσδ' ἐκόσμησας λόγους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προσδίδω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] [[αξία]], [[τιμή]] ή [[δόξα]] (α. «οι επιφανείς άνδρες κοσμούν την [[πατρίδα]] τους» β. «αἳ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεται ἐκόσμησαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>κοσμοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />διακρίνομαι για [[κάτι]], [[είμαι]] [[έξοχος]], [[θαυμαστός]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κοσμημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />καταστόλιστος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βάζω]] σε [[τάξη]], [[διευθετώ]], [[ευτρεπίζω]], [[τακτοποιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατάσσω]] στρατό σε [[μάχη]] («κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἄνερας ἀσπιδιώτας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ετοιμάζω]] («τράπεζαν κοσμεῑ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[διοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]] («ἡγεμὼν ἑκάστην ἐκόσμει [[δεκάδα]]», Διον. Αλ.)<br /><b>4.</b> (στην [[Κρήτη]]) [[είμαι]] [[κοσμήτορας]], έχω την ανώτατη [[αρχή]] του τόπου («ὅτι κατὰ τὴν Κρήτην κοσμοῡντος ἐν Γόρτυνι Κύδα τοῡ Ἀντάλκους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τιμώ]], [[απονέμω]] [[τιμή]] ευτρεπίζοντας [[κάτι]] («ἣ καθῃρέθη τάφον κοσμοῡσα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[θάβω]], [[ενταφιάζω]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> ανάγομαι, κατατάσσομαι σε [[κάτι]] («τὰ ἐς Πέρσας κεκοσμέαται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τά κοσμούμενα</i><br />οι διαταγές, τα διατάγματα<br /><b>9.</b> (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κεκοσμημένος</i>, -<i>η</i> -<i>ον</i><br />καλά διατεταγμένος, [[τακτικός]], [[κόσμιος]] («ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ κοσμηθὲν [[αἷμα]]» — το υγιούς συστάσεως [[αίμα]], το [[υγιώς]] κυκλοφορούν (<b>Γαλ.</b>)<br />β) «κοσμῶ ἐμαυτόν» — [[συγκρατώ]] τον εαυτό μου<br />γ) «ἐπὶ τὸ μεῑζον κοσμῶ» — [[καλλωπίζω]] με πρόσθετες διακοσμήσεις (<b>Θουκ.</b>). | |mltxt=<b>(I)</b><br />(ΑM κοσμῶ, -έω) [[κόσμος]]<br /><b>1.</b> [[στολίζω]], [[εξωραΐζω]], [[προσδίδω]] [[κάλλος]], [[διακοσμώ]] (α. «εκόσμησαν την [[πόλη]] με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», <b>Πίνδ.</b><br />γ. «χαλκοῑς σῶμ' ἐκοσμήσανθ' ὅπλοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καλλωπίζω]], [[ομορφαίνω]] («εὖ μὲν τούσδ' ἐκόσμησας λόγους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προσδίδω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] [[αξία]], [[τιμή]] ή [[δόξα]] (α. «οι επιφανείς άνδρες κοσμούν την [[πατρίδα]] τους» β. «αἳ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεται ἐκόσμησαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>κοσμοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />διακρίνομαι για [[κάτι]], [[είμαι]] [[έξοχος]], [[θαυμαστός]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κοσμημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />καταστόλιστος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βάζω]] σε [[τάξη]], [[διευθετώ]], [[ευτρεπίζω]], [[τακτοποιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατάσσω]] στρατό σε [[μάχη]] («κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἄνερας ἀσπιδιώτας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ετοιμάζω]] («τράπεζαν κοσμεῑ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[διοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]] («ἡγεμὼν ἑκάστην ἐκόσμει [[δεκάδα]]», Διον. Αλ.)<br /><b>4.</b> (στην [[Κρήτη]]) [[είμαι]] [[κοσμήτορας]], έχω την ανώτατη [[αρχή]] του τόπου («ὅτι κατὰ τὴν Κρήτην κοσμοῡντος ἐν Γόρτυνι Κύδα τοῡ Ἀντάλκους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τιμώ]], [[απονέμω]] [[τιμή]] ευτρεπίζοντας [[κάτι]] («ἣ καθῃρέθη τάφον κοσμοῡσα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[θάβω]], [[ενταφιάζω]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> ανάγομαι, κατατάσσομαι σε [[κάτι]] («τὰ ἐς Πέρσας κεκοσμέαται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τά κοσμούμενα</i><br />οι διαταγές, τα διατάγματα<br /><b>9.</b> (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κεκοσμημένος</i>, -<i>η</i> -<i>ον</i><br />καλά διατεταγμένος, [[τακτικός]], [[κόσμιος]] («ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ κοσμηθὲν [[αἷμα]]» — το υγιούς συστάσεως [[αίμα]], το [[υγιώς]] κυκλοφορούν (<b>Γαλ.</b>)<br />β) «κοσμῶ ἐμαυτόν» — [[συγκρατώ]] τον εαυτό μου<br />γ) «ἐπὶ τὸ μεῑζον κοσμῶ» — [[καλλωπίζω]] με πρόσθετες διακοσμήσεις (<b>Θουκ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />[[κοσμώ]], -οῡς, ἡ (Α) [[κόσμος]]<br />[[ιέρεια]] της Παλλάδος. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 8 January 2019
English (LSJ)
οῦς, ἡ,
A priestess of Pallas, Lycurg.Fr.48, Ister 16.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμώ: -οῦς, ἡ, ἱέρεια τῆς Παλλάδος, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. τραπεζοφόρος.
Greek Monolingual
(I)
(ΑM κοσμῶ, -έω) κόσμος
1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ.
γ. «χαλκοῑς σῶμ' ἐκοσμήσανθ' ὅπλοις», Ευρ.)
2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ' ἐκόσμησας λόγους», Ευρ.)
3. μτφ. προσδίδω σε κάποιον ή σε κάτι αξία, τιμή ή δόξα (α. «οι επιφανείς άνδρες κοσμούν την πατρίδα τους» β. «αἳ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεται ἐκόσμησαν», Θουκ.)
μσν.
1. μέσ. κοσμοῡμαι, -έομαι
διακρίνομαι για κάτι, είμαι έξοχος, θαυμαστός
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κοσμημένος, -η, -ον
καταστόλιστος
μσν.-αρχ.
βάζω σε τάξη, διευθετώ, ευτρεπίζω, τακτοποιώ
αρχ.
1. παρατάσσω στρατό σε μάχη («κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἄνερας ἀσπιδιώτας», Ομ. Ιλ.)
2. ετοιμάζω («τράπεζαν κοσμεῑ», Ξεν.)
3. διοικώ, διευθύνω, κυβερνώ («ἡγεμὼν ἑκάστην ἐκόσμει δεκάδα», Διον. Αλ.)
4. (στην Κρήτη) είμαι κοσμήτορας, έχω την ανώτατη αρχή του τόπου («ὅτι κατὰ τὴν Κρήτην κοσμοῡντος ἐν Γόρτυνι Κύδα τοῡ Ἀντάλκους», Πολ.)
5. τιμώ, απονέμω τιμή ευτρεπίζοντας κάτι («ἣ καθῃρέθη τάφον κοσμοῡσα», Σοφ.)
6. θάβω, ενταφιάζω
7. παθ. ανάγομαι, κατατάσσομαι σε κάτι («τὰ ἐς Πέρσας κεκοσμέαται», Ηρόδ.)
8. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τά κοσμούμενα
οι διαταγές, τα διατάγματα
9. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεκοσμημένος, -η -ον
καλά διατεταγμένος, τακτικός, κόσμιος («ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος», Πλάτ.)
10. φρ. α) «τὸ κοσμηθὲν αἷμα» — το υγιούς συστάσεως αίμα, το υγιώς κυκλοφορούν (Γαλ.)
β) «κοσμῶ ἐμαυτόν» — συγκρατώ τον εαυτό μου
γ) «ἐπὶ τὸ μεῑζον κοσμῶ» — καλλωπίζω με πρόσθετες διακοσμήσεις (Θουκ.).
(II)
κοσμώ, -οῡς, ἡ (Α) κόσμος
ιέρεια της Παλλάδος.