λιγύς: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
m (Text replacement - "˙" to "·") |
(1ba) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">clear, sweet-toned, shrill</b>,<br />Other forms: <b class="b3">λίγεια</b> (on the acc. Schwyzer 474, Chantraine Gramm. hom. 1, 191), <b class="b3">λιγύ</b><br />Compounds: often as 1. member, e.g. <b class="b3">λιγύ-φωνος</b> <b class="b2">with clear voice</b>; adv. <b class="b3">λίγα</b>, <b class="b3">λιγέως</b> (Il.).<br />Derivatives: With lengthened suffix <b class="b3">λιγυ-ρός</b> (from <b class="b3">-υ-λός</b> with dissimil.; Leumann Glotta 32, 223 n. 1 = Kl. Schr. 249 A. 1) <b class="b2">id.</b> (Il.). Denomin. verb <b class="b3">λιγαίνω</b> <b class="b2">cry shrill, sound, sing (of)</b> (Il.; Fraenkel Denom. 22) with <b class="b3">λιγάνταρ</b> (= <b class="b3">λιγαντήρ</b>) <b class="b3">εἶδος τέττιγος</b>. <b class="b3">Λάκωνες</b> H. (Strömberg Wortstud. 18). An old (expressive) nasalformation is the aor. <b class="b3">λίγξε</b> [[whizzed]] (<b class="b3">βιός Δ</b> 125; Schwyzer 692); cf. <b class="b3">λίγγω ἠχῶ</b> (Theognost. Can. 16).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unexplained. Untenable or quite doubtful hypotheses noted in Bq. . | |etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">clear, sweet-toned, shrill</b>,<br />Other forms: <b class="b3">λίγεια</b> (on the acc. Schwyzer 474, Chantraine Gramm. hom. 1, 191), <b class="b3">λιγύ</b><br />Compounds: often as 1. member, e.g. <b class="b3">λιγύ-φωνος</b> <b class="b2">with clear voice</b>; adv. <b class="b3">λίγα</b>, <b class="b3">λιγέως</b> (Il.).<br />Derivatives: With lengthened suffix <b class="b3">λιγυ-ρός</b> (from <b class="b3">-υ-λός</b> with dissimil.; Leumann Glotta 32, 223 n. 1 = Kl. Schr. 249 A. 1) <b class="b2">id.</b> (Il.). Denomin. verb <b class="b3">λιγαίνω</b> <b class="b2">cry shrill, sound, sing (of)</b> (Il.; Fraenkel Denom. 22) with <b class="b3">λιγάνταρ</b> (= <b class="b3">λιγαντήρ</b>) <b class="b3">εἶδος τέττιγος</b>. <b class="b3">Λάκωνες</b> H. (Strömberg Wortstud. 18). An old (expressive) nasalformation is the aor. <b class="b3">λίγξε</b> [[whizzed]] (<b class="b3">βιός Δ</b> 125; Schwyzer 692); cf. <b class="b3">λίγγω ἠχῶ</b> (Theognost. Can. 16).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unexplained. Untenable or quite doubtful hypotheses noted in Bq. . | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[clear]], whistling, of winds, Hom.: of a [[clear]], [[sweet]] [[sound]], [[clear]]-toned, Hom.; of the [[nightingale]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> adv. [[shrilly]], Hom.; [[clearly]], Il.:—neut. as adv., λιγὺ μέλπεσθαι Hes., Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 9 January 2019
English (LSJ)
λίγεια (not λιγεῖα, Hdn.Gr.1.249), λιγύ; of sound,
A clear, shrill, λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα Il.14.17; ὦρτο δ' ἐπὶ λ. οὖρος Od. 3.176, cf. 4.357: more freq. of a clear, sweet sound, clear-toned, φόρμιγγι λιγείῃ, φόρμιγγα λίγειαν, Il.9.186, Od.8.67, etc.; of articulate sounds, clear-voiced, Μοῦσα λίγεια 24.62, Alcm.1; λ. Σειρήν Id.7; λ. ἀγορητής in Il. as epith. of Nestor, 1.248, 4.293; also of Thersites, 2.246; ἐπέων οἶμος λ. Pi.O.9.72. Adv. λιγέως, ἀγορεύειν Il.3.214: freq. also, λ. κλαίειν wail shrilly, 19.5, Od.11.391; ἰάχειν Hes.Sc. 233: neut. as Adv., λ. πνείοντες ἀῆται Od.4.567; λ. μέλπεσθαι Hes. Sc.206; λιγύ or λιγέα κλάζειν Mosch.4.24, A.R.4.1299. II after Hes., mostly of sad sounds, as always in A., λ. κωκύματα Pers.332; κἀνακωκύσας λιγύ ib.468; λ. πάθεα Supp.113 (lyr.); of the nightingale, Ag.1146 (lyr.), S.OC671 (lyr.); also of music, λίγεια λωτοῦ χάρις E.Heracl.892 (lyr.); αὐλοῦ λ. ἦχον, v.l. for γλυκὺν in Mosch. 2.98.—Poet. word (Μοῦσαι λίγειαι Pl.Phdr.237a).
German (Pape)
[Seite 43] εῖα, ύ, nach Arcad. p. 95, 23 im fem. λίγεια zu accentuiren, s. Lehrs Quaest. Ep. p. 166, welcher Accent bei den Attikern noch nicht durchgeführt ist; wie λιγυρός, hell, laut tönend, von jedem scharfen, durchdringenden Ton; vom pfeifenden, sausenden Winde, ἄνεμοι, Il. 14, 17 Od. 3, 289, οὖρος, 4, 357; Pind. Ol. 9, 51; von der helltönenden Phorminx, Il. 9, 186 Od. 8, 67; Μοῦσα λίγεια, 24, 62; λιγείας μόρον ἀηδόνος, Aesch. Ag. 1117, der auch λιγέα κωκύματα, Pers. 324, sagt und λιγὺ ἀνακωκύσας, 460; ἔνθ' ἁ λίγεια μινύρεται ἀηδών Soph. O. C. 677; λίγεια λωτοῦ χάρις Eur. Heracl. 892; vgl. noch Μοῦσαι δι' ᾠδῆς εἶδος λίγειαι, Plat. Phaedr. 237 a; λιγεῶν μειλίγματα Μουσῶν Theocr. 22, 221; a. sp. D. Auch von Menschen, bes. Beiwort des Nestor, λιγὺς ἀγορητής, Il. oft; auch vom Thersites, Il. 2, 246, der laut Redende. – Adv. λιγέως, vom lauten Weinen, κλαῖον δὲ λιγέως Od. 16, 216; Il. 19, 5; ἦκα δὲ μυρομένη λιγέως ἀνενείκατο μῦθον Ap. Rh. 3, 463, auch λιγέως ἀγορεύειν, laut reden, Il. 3, 214, zugleich mit der Nebenbedeutung des Nachdrücklichen, Eindringlichen; vom Winde, λιγέως φυσᾶν, 23, 218; sp. D., wie Man. 2, 334, λιγέως μέλποντας ἐν αὐλοῖς.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγύς: λίγεια (οὐχὶ λιγεῖα, Ἀρκάδ. σ. 95, 2), Δωρ. λιγέᾱ, λιγύ· - ὡς τὸ λιγυρός, εὐκρινής, συριστικός, ὀξύς, λιγέων ἀνέμων αἰψηρὰ κέλευθα Ἰλ. Ξ. 17· ὦρτο δ’ ἐπὶ λ. οὖρος Ὀδ. Γ. 176, πρβλ. Δ. 357· συχνότερον ἐπὶ εὐκρινοῦς, καθαροῦ, εὐαρέστου, ἡδέος ἤχου, = εὔηχος, φόρμιγγι λιγείῃ, φόρμιγγα λίγειαν Ἰλ. Ι. 186, Ὀδ. Θ. 67, κτλ.· - ὡσαύτως ἐπὶ ἐνάρθρων ἤχων, = καλλίφωνος, ἔχων καθαρὰν φωνήν, Μοῦσα λίγεια Ω. 62, Ἀλκμὰν 1, πρβλ. 7· λ. ἀγορητής, συνεχῶς ἐν Ἰλ. ὡς ἐπίθετον τοῦ Νέστορος· ὡσαύτως τοῦ Θερσίτου, Ἰλ. Β. 246· ἐπέων οἶμος λιγὺς Πινδ. Ο. 9. 72· - οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., λιγέως ἀγορεύειν Ἰλ. Γ. 214· συχνάκις ὡσαύτως, λιγέως κλαίειν, θρηνῶ ὀξυφώνως, Τ. 5, Ὀδ. Λ. 391· ἰάχειν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 234· ὡσαύτως οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., λιγὺ μέλπεσθαι αὐτόθι 206· λιγὺ ἢ λιγέα κλάζειν Μόσχ. 4. 24, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 1299· - μετὰ τὸν Ἡσίοδ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ λυπηρῶν ἤχων, ὡς ἀείποτε παρ’ Αἰσχύλῳ, λ. κωκύματα Πέρσ. 332· κἀνακωκύσας λιγὺ αὐτόθι 468· λ. πάθεα ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 112· καὶ ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Ἀγ. 1146, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 671· λ. λωτὸς Εὐρ. Ἡρακλ. 892, πρβλ. Μόσχ. 2. 98· - Ποιητ. λέξις ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πλάτ. Φαίδρ. 237Α· πρβλ. λιγυρός.
French (Bailly abrégé)
λίγεια, λιγύ;
I. au son clair, aigu, perçant;
II. p. suite :
1 mélodieux, harmonieux;
2 disert, éloquent.
Étymologie: DELG t. expressif sans étym.
English (Autenrieth)
λιγεῖα, λιγύ: clear and loud of tone, said of singers, the harp, an orator, ‘clear-voiced,’ ‘clear-toned,’ Od. 24.62, Il. 9.186, Il. 1.248; of the wind, ‘piping,’ ‘whistling,’ Od. 3.176, Il. 13.334.—Adv., λιγέως, ἀγορεύειν, φῦσᾶν, κλαίειν, Il. 3.214, Ψ 21, Od. 10.201.
English (Slater)
λῐγύς
1 shrill, clear-sounding ἔγειρ' ἐπέων σφιν οἶμον λιγύν (O. 9.47) λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα[ (λίγ Π.) (Pae. 14.32)
Spanish
Greek Monolingual
-εία, -ύ (Α λιγύς, λίγεια, λιγύ)
αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά, λιγυρός, διαπεραστικός ή μελωδικός («λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. καλλίφωνος, γλυκόφωνος («ἄγετε δή, ὦ Μοῡσαι,... λίγειαι», Πλάτ.)
2. (για ήχο) λυπηρός, θρηνώδης («πάθεα... λιγέα», Αισχύλ.)
3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) λιγύ και λιγέα
δυνατά, διαπεραστικά.
επίρρ...
λιγέως (Α)
με καθαρή και δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ. άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με παλαιότερη άποψη, η λ. λιγύς < λυγύς, με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ι-. Το θηλ. λίγεια, με αναβιβασμό του τόνου.
ΠΑΡ. λιγυρός
αρχ.
λίγυρος
μσν.
λιγύτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λιγυάοιδος, λιγυηχής, λιγύθρους, λιγυκλαγγής, λιγύκροτος, λιγυμακρόφωνος, λιγύμολπος, λιγύμυθος, λιγύπνοιος, λιγυπτερόφωνος, λιγυπτέρυγος, λιγύφθογγος, λιγύφωνος.
Greek Monotonic
λῐγύς: λίγεια, Δωρ. λιγέᾱ, λιγύ, αυτός που σφυρίζει ευκρινώς, συριστικός, οξύς, ισχυρός, λέγεται για ανέμους, σε Όμηρ.· λέγεται για ευκρινή, καθαρό, γλυκό και ευχάριστο ήχο, εύηχος, στον ίδ.· λέγεται για το αηδόνι, σε Αισχύλ.
II. επίρρ., στριγκλίζοντας, σε Όμηρ.· ευκρινώς, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ., ως επίρρ., λιγὺ μέλπεσθαι, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λῐγύς: λίγεια (дор. λιγέᾱ), λῐγύ
1) гудящий, свистящий, завывающий (ἄνεμοι, οὖρος Hom.);
2) звучный, звонкоголосый, певучий (φόρμιγξ Hom.);
3) сладкозвучный, нежноголосый (Μοῦσα Hom.; ἀηδών Aesch.);
4) громогласный, голосистый (ἀγορητής Hom.);
5) рыдающий (κωκύματα Aesch.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: clear, sweet-toned, shrill,
Other forms: λίγεια (on the acc. Schwyzer 474, Chantraine Gramm. hom. 1, 191), λιγύ
Compounds: often as 1. member, e.g. λιγύ-φωνος with clear voice; adv. λίγα, λιγέως (Il.).
Derivatives: With lengthened suffix λιγυ-ρός (from -υ-λός with dissimil.; Leumann Glotta 32, 223 n. 1 = Kl. Schr. 249 A. 1) id. (Il.). Denomin. verb λιγαίνω cry shrill, sound, sing (of) (Il.; Fraenkel Denom. 22) with λιγάνταρ (= λιγαντήρ) εἶδος τέττιγος. Λάκωνες H. (Strömberg Wortstud. 18). An old (expressive) nasalformation is the aor. λίγξε whizzed (βιός Δ 125; Schwyzer 692); cf. λίγγω ἠχῶ (Theognost. Can. 16).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Untenable or quite doubtful hypotheses noted in Bq. .
Middle Liddell
I. clear, whistling, of winds, Hom.: of a clear, sweet sound, clear-toned, Hom.; of the nightingale, Aesch.
II. adv. shrilly, Hom.; clearly, Il.:—neut. as adv., λιγὺ μέλπεσθαι Hes., Aesch.