οἰκοδομέω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν → reduce food and drink to a uniform mass

Source
(3b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἰκοδομέω:''' <b class="num">1)</b> сооружать, строить, воздвигать (πυραμίδα, [[τεῖχος]], γέφυραν Her.; οἰκίας Plat.; τὸν [[νεών]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> перен. строить, создавать (φιλικὰ ἔργα Xen.; τέχνην Arph.);<br /><b class="num">3)</b> назидать, наставлять (πάντα ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα οἰκοδομεῖ NT): οἰκοδομεῖσθαι εἰς τὸ ποιεῖν τι NT быть поощряемым к чему-л.
|elrutext='''οἰκοδομέω:'''<br /><b class="num">1)</b> сооружать, строить, воздвигать (πυραμίδα, [[τεῖχος]], γέφυραν Her.; οἰκίας Plat.; τὸν [[νεών]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> перен. строить, создавать (φιλικὰ ἔργα Xen.; τέχνην Arph.);<br /><b class="num">3)</b> назидать, наставлять (πάντα ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα οἰκοδομεῖ NT): οἰκοδομεῖσθαι εἰς τὸ ποιεῖν τι NT быть поощряемым к чему-л.
}}
}}

Revision as of 12:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδομέω Medium diacritics: οἰκοδομέω Low diacritics: οικοδομέω Capitals: ΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: oikodoméō Transliteration B: oikodomeō Transliteration C: oikodomeo Beta Code: oi)kodome/w

English (LSJ)

fut. -ήσω : aor. ᾠκοδόμησα (not οἰκ- in Att.) : pf.

   A ᾠκοδόμηκα Pl.Grg.514b : but later Att. pf. Pass. οἰκοδομημένοι IG22.1627.398 :—build a house : generally, build, νεὼν καὶ βωμόν ib.12.24.13 ; νηόν Hdt.1.21 ; οἰκίας ib.114 ; γέφυραν ib.186 ; πυραμίδας Id.2.101, cf. Telecl.42 ; [αἱ μέλιτται] οἰ. τὰ κηρία Arist.HA623b27 : abs., Pl.Chrm.161e, 165d :—also in Med., οἰκοδομέεσθαι οἴκημα build oneself a house, have it built, Hdt.2.121.α', cf. 148 ; νεωσοίκους And.3.7 ; τείχη Th.7.11 ; οἰκίας Pl.R.372a, etc. : —Pass., to be built, Hdt.2.126, 127 ; τὰ -ούμενα Arist.GA730b8.    b generally, fashion, καταπέτασμα LXX 3 Ki.6.36.    2 metaph., build or found upon, ἔργα ἐπί τι X.Cyr.8.7.15 ; οἰ. τέχνην ἔπεσιν Ar.Pax 749.    3 metaph., build up, edify, IEp.Cor.8.1, 10.23, etc. ; οἰ. εἰς τὸν ἕνα IEp.Thess.5.11 : but also in bad sense, οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν will be emboldened, IEp.Cor.8.10 ; cf. ἀνοικοδομέω.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδομέω: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ᾠκοδόμησα (οὐχὶ οἰκ- παρ’ Ἀττ.), Φρύνιχ. 153. Ὡς καὶ νῦν, κτίζω οἶκον· καθόλου, κτίζω, κατασκευάζω, νηόν, οἰκίαν, γέφυραν, λαβύρινθον, πυραμίδα, τεῖχος Ἡρόδ. 1. 21., 114, 186., 2. 101, κ. ἀλλ.· αἱ μέλιτται οἰκ. τὰ κηρία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6· ἀπολ., Πλάτ. Χαρμ. 161Ε, 165D· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, οἰκοδομοῦμαι οἴκημα, κτίζω δι’ ἐμαυτὸν ἢ βάλλω νὰ κτίσωσι δι’ ἐμέ, Ἡρόδ. 2. 121, 1, πρβλ. 148· νεωσοίκους Ἀνδοκ. 24. 21· τείχη Θουκ. 7. 11· οἰκίας Πλάτ., κτλ.· ― Παθ., οἰκοδομοῦμαι, Ἡρόδ. 2. 126, 127· τὰ οἰκοδομούμενα Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 1. 22, 2. 2) μεταφ., κτίζω ἢ θεμελιῶ ἐπί τινος, ἔργα ἐπί τι Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15· οἰκ. τέχνην ἔπεσιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 749. 3) μεταφ., ὡσαύτως καταρτίζω, ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. η΄, 1, ι΄, 23, κτλ.· οἰκοδ. εἶς τὸν ἕνα Α΄ πρ. Θεσ. ε΄, 11· ― ἀλλ’ ὡσαύτως, λαμβάνω θάρρος, παρακινοῦμαι, οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν, θὰ λάβῃ θάρρος νὰ..., Α΄ πρ. Κορινθ. η΄, 10· πρβλ. ἀνοικοδομέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. inus., ao. ᾠκοδόμησα, pf. ᾠκοδόμηκα;
1 bâtir une maison;
2 p. ext. bâtir, construire, édifier, acc.;
Moy. οἰκοδομέομαι-οῦμαι bâtir ou construire pour soi, acc..
Étymologie: οἰκοδόμος.

English (Strong)

from the same as οἰκοδομή; to be a house-builder, i.e. construct or (figuratively) confirm: (be in) build(-er, -ing, up), edify, embolden.

English (Thayer)

(οἰκοδόμος) ὀικοδομου, ὁ (οἶκος, δέμω to build; cf. οἰκονόμος), a builder, an architect: L T Tr WH. (Herodotus, Xenophon, Plato, Plutarch, others; the Sept..)

Greek Monotonic

οἰκοδομέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ᾠκοδόμησα (οἰκοδόμος
1. χτίζω σπίτι· γενικά, χτίζω, οικοδομώ, οἰκίαν, γέφυραν, τεῖχος, σε Ηρόδ. — Μέσ., οἰκοδομεῖσθαι οἴκημα, χτίζω για τον εαυτό μου ένα σπίτι, αναθέτω σε κάποιους να μου το χτίσουν, στον ίδ. — Παθ., χτίζομαι, οικοδομούμαι, στον ίδ.
2. μεταφ., ανεγείρω ή ιδρύω, θεμελιώνω, ἔργα ἐπί τι, σε Ξεν.· οἰκοδομέω τέχνην ἔπεσιν, σε Αριστοφ.
3. μεταφ. επίσης, θεμελιώνω, εδραιώνω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοδομέω:
1) сооружать, строить, воздвигать (πυραμίδα, τεῖχος, γέφυραν Her.; οἰκίας Plat.; τὸν νεών Arst.);
2) перен. строить, создавать (φιλικὰ ἔργα Xen.; τέχνην Arph.);
3) назидать, наставлять (πάντα ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα οἰκοδομεῖ NT): οἰκοδομεῖσθαι εἰς τὸ ποιεῖν τι NT быть поощряемым к чему-л.