μετακινέω: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
(3) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μετακῑνέω:''' <b class="num">1)</b> перемещать, передвигать (μετεκινήθησαν οἱ κρητῆρες Her.);<br /><b class="num">2)</b> сдвигать с места, оттеснять (τινα ἐκ τῆς τάξιος Her.);<br /><b class="num">3)</b> (из)менять, переделывать (τὴν πολιτείαν Dem., Plut.; βουλόμενος [[εἰδέναι]] εἰ [[ἔτι]] μετακινητὴ εἴη ἡ [[ὁμολογία]] Thuc.). | |elrutext='''μετακῑνέω:'''<br /><b class="num">1)</b> перемещать, передвигать (μετεκινήθησαν οἱ κρητῆρες Her.);<br /><b class="num">2)</b> сдвигать с места, оттеснять (τινα ἐκ τῆς τάξιος Her.);<br /><b class="num">3)</b> (из)менять, переделывать (τὴν πολιτείαν Dem., Plut.; βουλόμενος [[εἰδέναι]] εἰ [[ἔτι]] μετακινητὴ εἴη ἡ [[ὁμολογία]] Thuc.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 9 January 2019
English (LSJ)
A shift, remove, τινὰ ἐκ τῆς τάξιος Hdt.9.74; τι IG5(1).1390.186 (Andania, i B. C.):—Med., go from one place to another, Hdt. 9.51; μεταβάλλον καὶ -ούμενον γίγνεται πᾶν Pl.Lg.894a :—Pass., Hdt.1.51, Arist.GC315b14. 2 change, alter, μ. τὴν πάτριον πολιτείαν D.23.205, cf. X.Lac.15.1 (Pass.); ῥᾷον ἔθος μετακινῆσαι φύσεως Arist.EN1152a30; ἡ τομὴ μετεκινήθη the time of cutting was altered, Thphr.HP4.11.5.
German (Pape)
[Seite 147] vom Platze rücken u. anderswohin bringen, ἵνα μιν οἱ πολέμιοι μετακινῆσαι μὴ δυναίατο, Her. 9, 74. – Pass. od. med. sich fortbewegen, Her. 9, 51; μεταβάλλον καὶ μετακινούμενον γίγνεται τὸ πᾶν, Plat. Legg. X, 894 a; Sp., μετακινητέα ἡμῖν καὶ ἡ Οἴτη, Luc. Conv. 5; Plut. – Adj. verb. μετακινητός, umzuändern, ὁμολογία, Thuc. 5, 21.
Greek (Liddell-Scott)
μετακῑνέω: μετακινῶ, μεταθέτω, Ἡρόδ. 1. 51., 9. 74. - Μέσ., ἀπέρχομαι ἐξ ἑνὸς εἰς ἕτερον, ὁ αὐτ. 9. 51. - Παθ., μετατίθεμαι, μετακινοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 894Α, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 2, 5. 2) μεταβάλλω, τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, μ. τὴν πολιτείαν, Δημ. 686. 26, πρβλ. Ξεν. Λακ. 15, 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 changer de place, déplacer, acc. ; Pass. se déplacer, abs. s’éloigner;
2 changer, bouleverser.
Étymologie: μετά, κινέω.
Spanish
English (Strong)
from μετά and κινέω; to stir to a place elsewhere, i.e. remove (figuratively): move away.
English (Thayer)
μετακίνω: to move from a place, to move away: Herodotus down; passive present participle μετακινουμενος; tropically, ἀπό τῆς ἐλπίδος, from the hope which one holds, on which one rests, Colossians 1:23.
Greek Monotonic
μετακῑνέω: μέλ. -ήσω,
1. αλλάζω θέση σε κάτι, μετατοπίζω, απομακρύνω, σε Ηρόδ. — Μέσ., πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο, στον ίδ.
2. αλλάζω, τροποποιώ, τὴν πολιτείαν, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
μετακῑνέω:
1) перемещать, передвигать (μετεκινήθησαν οἱ κρητῆρες Her.);
2) сдвигать с места, оттеснять (τινα ἐκ τῆς τάξιος Her.);
3) (из)менять, переделывать (τὴν πολιτείαν Dem., Plut.; βουλόμενος εἰδέναι εἰ ἔτι μετακινητὴ εἴη ἡ ὁμολογία Thuc.).