ἀπαίδευτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
(1)
(1a)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπαίδευτος:''' <b class="num">1)</b> невоспитанный, необразованный (Eur., Plat., Arst.; τινος Xen., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> невежественный, грубый ([[τύραννος]] Plat.; [[μαρτυρία]] Aeschin.).
|elrutext='''ἀπαίδευτος:''' <b class="num">1)</b> невоспитанный, необразованный (Eur., Plat., Arst.; τινος Xen., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> невежественный, грубый ([[τύραννος]] Plat.; [[μαρτυρία]] Aeschin.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παιδεύω]]<br /><b class="num">I.</b> [[uneducated]], Eur., Plat.:— c. gen. [[uninstructed]] in a [[thing]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> [[ignorant]], [[boorish]], [[coarse]], Eur., Plat.<br /><b class="num">II.</b> adv., ἀπαιδεύτως ἔχειν to be without [[education]], Eur.
}}
}}

Revision as of 12:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαίδευτος Medium diacritics: ἀπαίδευτος Low diacritics: απαίδευτος Capitals: ΑΠΑΙΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: apaídeutos Transliteration B: apaideutos Transliteration C: apaideftos Beta Code: a)pai/deutos

English (LSJ)

ον,

   A uneducated, παιδεύσωμεν τὸν ἀ. E.Cyc.493, cf. Pl.Tht.175d; πιθανώτεροι οἱ ἀ. τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Arist.Rh.1395b27, cf. E.Hipp. 989: c. gen. rei, uninstructed in .., X.Cyr.3.3.55.    2 boorish, rude, Pl.Grg.510b, etc.; ῥῆμα ἀ. Id.Phdr.269b; ἀ. βίος Alex.284; πνεῦμα Philem.213.11; ἀ. μαρτυρία clumsy evidence, Aeschin.1.70; ζητήσεις 2 Ep.Ti.2.23: Comp., Nicoch.3.    II Adv. -τως Pl.R. 559d; ἀ. ἔχειν E.Ion247, Alex.267.4, cf. Philostr.VA6.36; φληναφᾶσθαι Phld.Rh.1.227S.

German (Pape)

[Seite 275] ununterrichtet, ungebildet, καὶ ἄγροικος Plat. Theaet. 174 d; = ἀμαθής, Dem. Lpt. 119 u. Sp. – Adv. ἀπαιδεύτως, z. B. ἔχειν Eur. Ion. 247; Soph. frg. 779; τεθραμμένος Plat. Rep. VIII, 559 d. – Compar., Nicochar. bei Schol. Ar. Plut. 179.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαίδευτος: -ον, ὁ μὴ παιδευθείς, παιδεύσωμεν τὸν ἀπαίδευτον Εὐρ. Κύκλ. 492, Πλάτ. κλ.: πιθανώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 3, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 989: - μ. γεν. πράγμ., ὁ μὴ παιδευθείς, ὁ μὴ ἀσκηθεὶς εἴς τι, τοὺς δὲ ἀπαιδεύτους παντάπασιν ἀρετῆς Ξεν. Κύρ. 3. 3, 55. 2) ἀμαθής, ἄγροικος, σκαιός, Εὐρ. Κύκλ. 493, Πλάτ. Γοργ. 510Β, Φαῖδρ. 269Β· ἀπαίδ. βίος Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 17· ἀπαίδ. μαρτυρία, χονδροειδεστάτη, Αἰσχίν. 7. 12. ΙΙ. Ἐπιρρ. -τως Πλάτ. Πολ. 559D· ἀπαιδεύτως ἔχειν Εὐρ. Ἴων. 247.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans instruction ou sans éducation : ἀπαίδευτος τινος XÉN ignorant en qch;
2 grossier, stupide.
Étymologie: ἀ, παιδεύω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1mal educado, salvaje, grosero de pers., E.Cyc.493, Pl.Tht.175d, Arist.Rh.1395b27, Ph.1.224, LXX Is.26.11, PMasp.353A.23 (VI d.C.)
de cosas basto, grosero ῥῆμα Pl.Phdr.269b, βίος Alex.284
grosero, torpe μαρτυρία Aeschin.1.45
indocto ζητήσεις 2Ep.Ti.223.
2 no dominado ὁργή Trag.Adesp.523, I.AI 19.175.
3 no instruido, desconocedor c. gen. ἀρετῆς X.Cyr.3.3.55, ἀπαίδευτοι καὶ ἀμαθεῖς Plu.2.782e, τὸν ἀμαθῆ καὶ λίαν ἀπαίδευτον Ph.1.218, Ἀφροδίτης Aristaenet.1.4.13.
II adv. -ως sin educación ἔχειν E.Io 247, Alex.267.4, Philostr.VA 6.36, νέος, τεθραμμένος ... ἀ. Pl.R.559d, διδάσκειν Phld.Rh.1.227.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of παιδεύω; uninstructed, i.e. (figuratively) stupid: unlearned.

English (Thayer)

ἀπαίδευτον (παιδεύω), without instruction and discipline, uneducated, ignorant, rude (Winer's Grammar, 96 (92)): ζητήσεις, stupid questions, Euripides) Xenophon down; the Sept.; Josephus.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπαίδευτος, -ον)
αμόρφωτος
νεοελλ.
αυτός που δεν πέρασε βάσανα
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ασκηθεί σε κάτι
2. αδέξιος, άκομψος.

Greek Monotonic

ἀπαίδευτος: -ον,
I. 1. αυτός που δεν έχει λάβει εκπαίδευση, σε Ευρ., Πλάτ.· με γεν., αυτος που δεν έχει ασκηθεί ή λάβει καθοδήγηση σε κάτι, σε Ξεν.
2. αμαθής, αδαής, αγροίκος, άξεστος, σε Ευρ., Πλάτ.
II. επίρρ., ἀπαιδεύτως ἔχειν, στερούμαι εκπαιδεύσεως, δεν έχω λάβει παιδεία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαίδευτος: 1) невоспитанный, необразованный (Eur., Plat., Arst.; τινος Xen., Plut.);
2) невежественный, грубый (τύραννος Plat.; μαρτυρία Aeschin.).

Middle Liddell

παιδεύω
I. uneducated, Eur., Plat.:— c. gen. uninstructed in a thing, Xen.
2. ignorant, boorish, coarse, Eur., Plat.
II. adv., ἀπαιδεύτως ἔχειν to be without education, Eur.