βητάρμων: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
(1)
(1a)
Line 36: Line 36:
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[dancer]] (θ 250, 383, Man.); "<b class="b3">ἀπὸ τοῦ ἡρμοσμένως βαίνειν</b>" H.<br />Derivatives: Secondary <b class="b3">βηταρμός</b> [[dance]] (A. R. 1, 1135).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]<br />Etymology: One connects [[ἁραρίσκω]] etc. though there is no other compound with <b class="b3">-αρμων</b>) which governs the preceding (as in <b class="b3">πολυ-κτήμων</b>; s. Sommer Nominalkomp. 12 m. n. 2, 117), which seems derived from <b class="b3">βῆ-ναι</b>, but there is no clear solution. Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 35 assumes haplology from <b class="b3">*βηματ-άρμων</b>, which seems possible; Brugmann Sächs. Ges. Ber. 51 (1899) 199 n. 1 starts from <b class="b3">*βητος</b>, <b class="b3">*βητη</b> or (with dissimilation) <b class="b3">*βῆτρον</b> = Skt. <b class="b2">gā́tram</b> [[limb]]. Belardi Doxa 3, 198 assumes <b class="b3">βη-τ-</b> (nom. <b class="b3">*βής</b>) like <b class="b3">δω-τ-</b> (nom. <b class="b3">δώς</b>). - Cf. also Bechtel Lex. 81f., Knecht <b class="b3">Τερψίμβροτος</b> 34 and Schwyzer 442 n. 6.
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[dancer]] (θ 250, 383, Man.); "<b class="b3">ἀπὸ τοῦ ἡρμοσμένως βαίνειν</b>" H.<br />Derivatives: Secondary <b class="b3">βηταρμός</b> [[dance]] (A. R. 1, 1135).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]<br />Etymology: One connects [[ἁραρίσκω]] etc. though there is no other compound with <b class="b3">-αρμων</b>) which governs the preceding (as in <b class="b3">πολυ-κτήμων</b>; s. Sommer Nominalkomp. 12 m. n. 2, 117), which seems derived from <b class="b3">βῆ-ναι</b>, but there is no clear solution. Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 35 assumes haplology from <b class="b3">*βηματ-άρμων</b>, which seems possible; Brugmann Sächs. Ges. Ber. 51 (1899) 199 n. 1 starts from <b class="b3">*βητος</b>, <b class="b3">*βητη</b> or (with dissimilation) <b class="b3">*βῆτρον</b> = Skt. <b class="b2">gā́tram</b> [[limb]]. Belardi Doxa 3, 198 assumes <b class="b3">βη-τ-</b> (nom. <b class="b3">*βής</b>) like <b class="b3">δω-τ-</b> (nom. <b class="b3">δώς</b>). - Cf. also Bechtel Lex. 81f., Knecht <b class="b3">Τερψίμβροτος</b> 34 and Schwyzer 442 n. 6.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Perh. from [[βαίνω]] ἀρμός.]<br />a [[dancer]], Od.
}}
}}

Revision as of 20:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βητάρμων Medium diacritics: βητάρμων Low diacritics: βητάρμων Capitals: ΒΗΤΑΡΜΩΝ
Transliteration A: bētármōn Transliteration B: bētarmōn Transliteration C: vitarmon Beta Code: bhta/rmwn

English (LSJ)

ονος, ὁ,

   A dancer, in pl., Od.8.250,383, Man.2.335:—later, as Adj., καπνός Nonn.D.36.297; κάπρος ib.22.44. (βαίνω, ὰραρίσκω.)

German (Pape)

[Seite 443] ονος, ὁ, Tänzer, Hom. zweimal, βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι Odyss. 8, 250, βητάρμονας εἶναι ἀρίστους 8, 383; sp. D.; adj., παλμός Nonn. D. 33, 87; ὀρχηθμός Man. 2, 335.

Greek (Liddell-Scott)

βητάρμων: -ονος, ὁ, ὀρχηστής, χορευτής, Ὀδ. Θ. 250, 383, κατὰ πληθ.· μεταγ. ὡς ἐπίθ., ῥυθμικός, ὀρχηθμὸς β. Μανέθ. 2. 335. κτλ.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
qui va en cadence, danseur.
Étymologie: βαίνω, marcher, ἀραρίσκω.

English (Autenrieth)

ονος (βαίνω, root ἀρ): dancer, pl., Od. 8.250 and 383.

Spanish (DGE)

-ονος, ὁ
1 danzarín Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι Od.8.250, cf. 383, ὀρχηθμοῦ βητάρμονας ἴδριας Man.2.335.
2 adj. que danza καπνός Nonn.D.36.297, κάπρος Nonn.D.22.44, ἰχθύες Nonn.Par.Eu.Io.21.6.

• Etimología: Comp. cuyo primer término sería *βητος, *βητη o quizá *βητ- de la r. *geH2- / *gH2- ‘ir’. El segundo término estaría rel. c. ἀραρίσκω, ἁρμονία qq.u.

Greek Monolingual

βητάρμων, ο (Α)
1. ο χορευτής
2. ως επίθ. ο χορευτικός, που φαίνεται σαν να χορεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με βάση την ερμηνεία του Ησυχίου («ορχησταί από του ηρμοσμένως βαίνειν»), η λ. βητ-άρμων συνδέεται ως προς το β' συνθετικό με την ομάδα του αραρίσκω και κυρίως με την αρμονία, αν και δεν διατηρεί την αρχική δασύτητα, φαινόμενο που πιθ. οφείλεται σε ιωνική ψίλωση. Το α' συνθετικό του βητάρμων έχει υποστηριχτεί ότι προέρχεται από τη ρίζα του βαίνω, κατ' άλλη δε άποψη < βητος, βητη ή βήτρον (πρβλ. αρχ. ινδ. gātram «μέλος») με ανομοίωση, ενώ άλλοι δέχονται < (θ.) βητ- αθέματου ονόματος βης (πρβλ. θ. δωτ- του ονόματος δως «δόση»). Τέλος, σύμφωνα με άλλη υπόθεση, ο τ. βητάρμων < βηματάρμων, με συλλαβική ανομοίωση].

Greek Monotonic

βητάρμων: -ονος, ὁ, ορχηστής, χορευτής, σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. από τα βαίνω, ἀρμός).

Russian (Dvoretsky)

βητάρμων: ονος ὁ танцор, плясун Hom.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: dancer (θ 250, 383, Man.); "ἀπὸ τοῦ ἡρμοσμένως βαίνειν" H.
Derivatives: Secondary βηταρμός dance (A. R. 1, 1135).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: One connects ἁραρίσκω etc. though there is no other compound with -αρμων) which governs the preceding (as in πολυ-κτήμων; s. Sommer Nominalkomp. 12 m. n. 2, 117), which seems derived from βῆ-ναι, but there is no clear solution. Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 35 assumes haplology from *βηματ-άρμων, which seems possible; Brugmann Sächs. Ges. Ber. 51 (1899) 199 n. 1 starts from *βητος, *βητη or (with dissimilation) *βῆτρον = Skt. gā́tram limb. Belardi Doxa 3, 198 assumes βη-τ- (nom. *βής) like δω-τ- (nom. δώς). - Cf. also Bechtel Lex. 81f., Knecht Τερψίμβροτος 34 and Schwyzer 442 n. 6.

Middle Liddell

[Perh. from βαίνω ἀρμός.]
a dancer, Od.