ἀχθηδών: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀχθηδών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1)</b> тяжесть, бремя (κακοῦ Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> мучение, скорбь Plat.: δι᾽ ἀχθηδόνα Thuc. на зло; πρὸς ἀχθηδόνα Luc. с досадой.
|elrutext='''ἀχθηδών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1)</b> тяжесть, бремя (κακοῦ Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> мучение, скорбь Plat.: δι᾽ ἀχθηδόνα Thuc. на зло; πρὸς ἀχθηδόνα Luc. с досадой.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> a [[weight]], [[burden]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> metaph. [[grievance]], [[distress]], [[vexation]], [[annoyance]], Thuc., Plat.; δι' ἀχθηδόνα for the [[sake]] of [[teasing]], Thuc. (From [[ἄχθος]], as [[ἀλγηδών]] from [[ἄλγος]].)
}}
}}

Revision as of 20:31, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχθηδών Medium diacritics: ἀχθηδών Low diacritics: αχθηδών Capitals: ΑΧΘΗΔΩΝ
Transliteration A: achthēdṓn Transliteration B: achthēdōn Transliteration C: achthidon Beta Code: a)xqhdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ,

   A weight, burden, ἀ. κακοῦ A.Pr.26.    2 metaph., vexation, annoyance, Th.2.37, Pl.Lg.734a; ἐρέσθαι τινὰ δι' ἀχθηδόνα for the sake of teasing, Th.4.40; μὴ πρὸς ἀχθηδόνα μου ἀκούσης Luc.Tox.9.

German (Pape)

[Seite 418] όνος, ἡ, eigtl. Last, Bürde, Aesch. Prom. 26; übertr., Schmerz, s. Plat. Crat. 419 c (ἀπεικασμένον τῷ τῆς φορᾶς βάρει); auch im plur., Thuc. 2, 37; ἐρέσθαι τινὰ δι' ἀχθηδόνα, um ihn zu ärgern, 4, 40; πρὸς ἀχθηδόνα ἀκούειν, mit Widerwillen, Luc. Tox. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχθηδών: -όνος, ἡ, βάρος, φορτίον, ἀχθ. κακοῦ Αἰσχύλ. Πρ. 26. 2) μεταφ., λύπη, ταλαιπωρία, ἀθλιότης, ἀνία, δυσθυμία, Θουκ. 2. 37, Πλάτ. Νόμ. 734Α· ἐρέσθαι τινὰ δι’ ἀχθηδόνα, χάριν ἐνοχλήσεως, διὰ «πείραγμα», Θουκ. 4. 40· πρὸς ἀχθηδόνα μου, μετ’ ὀργῆς ἐναντίον μου, Λουκ. Τόξ. 9. (Ἐκ τοῦ ἄχθος, ὡς τὸ ἀλγηδών ἐκ τοῦ ἄλγος, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 419C.)

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
1 poids accablant;
2 souci, chagrin : δι’ ἀχθηδόνα THC pour tourmenter (qqn).
Étymologie: ἄχθος.

Spanish (DGE)

-όνος, ἡ
peso, carga τοῦ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῦ A.Pr.26, cf. Pl.Cra.419c, Hsch.
fig. molestia, fastidio op. ἡδονή Pl.Lg.734a, Th.2.37, Hp.Liqu.1, Aristid.Quint.57.33, δι' ἀχθηδόνα por molestar Th.4.40, μὴ πρὸς ἀχθηδόνα μου ἀκούσῃς no me atiendas a disgusto Luc.Tox.9, ἀνοήτους ἀχθηδόνας τῇ ψυχῇ ἐπιφέρειν Fauorin.de Ex.10.48, c. gen. obj. δι' ἀχθηδόνα τῆς τοῦ Καίσαρος δυναστείας D.C.42.13.4
en un sent. físico desagrado, repulsión τὰ κάκοσμα ... ὑπὸ ἀχθηδόνος φεύγει Aret.CA 2.10.1, ἀχθηδὼν ἐς πάντα Aret.SD 2.6.3, cf. 2.13.18, c. gen. obj. ἀχθηδόνι τοῦ θερμοῦ καὶ ψυχροῦ Aret.CA 2.4.2.

Greek Monolingual

ἀχθηδών (-ονος), η (Α)
1. βάρος, φορτίο
2. θλίψη, ενόχληση, ταλαιπωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος ή < άχθομαι + -δων-, επίθημα με το οποίο σχηματίζονται ονόματα που δήλωναν ασθένεια, άλγος, οδύνη
πρβλ. ακεχηδών
«λύπη» (Ησύχ.), αλγηδών, μελεδών.

Greek Monotonic

ἀχθηδών: -όνος, ἡ,
1. βάρος, φορτίο, σε Αισχύλ.
2. μεταφ., λύπη, ταλαιπωρία, ενόχληση, δυσφορία, σε Θουκ., Πλάτ.· δι' ἀχθηδόνα, χάριν ενοχλήσεως, λέγεται για πείραγμα, σε Θουκ. (από το ἄχθος όπως το ἀλγηδών από το ἄλγος).

Russian (Dvoretsky)

ἀχθηδών: όνος ἡ
1) тяжесть, бремя (κακοῦ Aesch.);
2) мучение, скорбь Plat.: δι᾽ ἀχθηδόνα Thuc. на зло; πρὸς ἀχθηδόνα Luc. с досадой.

Middle Liddell


1. a weight, burden, Aesch.
2. metaph. grievance, distress, vexation, annoyance, Thuc., Plat.; δι' ἀχθηδόνα for the sake of teasing, Thuc. (From ἄχθος, as ἀλγηδών from ἄλγος.)