ἐπισυνάπτω: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπισυνάπτω:''' <b class="num">1)</b> связывать, завязывать (τί τινι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> присоединять: ἐ. περί τινος Sext. добавить (несколько слов) о чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> завязывать, начинать (μάχην τινί Diod.; πόλεμον Plut.). | |elrutext='''ἐπισυνάπτω:''' <b class="num">1)</b> связывать, завязывать (τί τινι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> присоединять: ἐ. περί τινος Sext. добавить (несколько слов) о чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> завязывать, начинать (μάχην τινί Diod.; πόλεμον Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[renew]] a war, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:30, 9 January 2019
English (LSJ)
A join on, subjoin, attach, τί τινι Hp.Art.71, Plb. 3.2.8, Phld.Vit.p.43 J., cf. D.H.1.87, etc. ; add, περί τινος S.E.M.1.120:—Pass., [λέξεις]A.D.Synt.6.28. 2 = συνάπτειν, μάχην τινί D.S. 14.94. 3 c. dat., assist, promote, τῷ τάχει Ph.Bel.69.8. II Med., link oneself with, τινί Eustr.in EN6.18.
German (Pape)
[Seite 987] noch daran fügen, damit verbinden, hinzusetzen, Pol. 3, 2, 8; ἐπισυναπτέον, S. Emp. adv. phys. 2, 20; μάχην τινί, Jemandem eine Schlacht liefern, D. Sic. 14, 94; πόλεμον, Krieg veranlassen, Plut. Cam. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυνάπτω: ὡς καὶ νῦν, συνάπτω, προσαρτῶ τι εἴς τι, οἷς ἐπισυνάψομεν τὰς περὶ τὴν Αἴγυπτον ταραχὰς Πολύβ. 3. 2, 8· κάμνω τι νὰ ἐξαρτᾶται, τι ἀπό τινος Διον. Ἁλ. 1. 87· προσθέτω, τι περί τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 120. 2) = συνάπτω, ἐπισυνάπτειν μάχην τινὶ Διόδ. 14. 94, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 18. ΙΙ. συνορεύω, ἔρχομαι ἀμέσως κατόπιν, Φωτ. Βιβλ. 458. 30.
French (Bailly abrégé)
joindre avec, adapter à ; fig. rattacher à.
Étymologie: ἐπί, συνάπτω.
Greek Monolingual
(AM ἐπισυνάπτω) συνάπτω
προσθέτω, συνάπτω σε κάτι
νεοελλ.
1. συνδέω, προσαρτώ (και συνήθως κλείνω στον ίδιο φάκελο) έγγραφο, επιταγή, σημείωμα, σχέδιο κ.λπ. σε επιστολή, αίτηση ή διαβιβαστικό έγγραφο
2. υποβάλλω πιστοποιητικό, έγγραφο κ.λπ. συνημμένο σε αίτηση, επιστολή κ.λπ.
αρχ.-μσν.
1. συνάπτω μάχη, συγκρούομαι
2. ακολουθώ αμέσως, κατόπιν
αρχ.
κρεμώ κάτι από κάτι.
Greek Monotonic
ἐπισυνάπτω: μέλ. -ψω, αναζωπυρώνω τον πόλεμο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισυνάπτω: 1) связывать, завязывать (τί τινι Polyb.);
2) присоединять: ἐ. περί τινος Sext. добавить (несколько слов) о чем-л.;
3) завязывать, начинать (μάχην τινί Diod.; πόλεμον Plut.).
Middle Liddell
fut. ψω
to renew a war, Plut.