πρυμνοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρυμνοῦχος -ον [πρύμνα, ἔχω] de achtersteven vasthoudend:. π. Αὖλιν Aulis dat de schepen vasthield Eur. El. 1022.
|elnltext=πρυμνοῦχος -ον [πρύμνα, ἔχω] de achtersteven vasthoudend:. π. Αὖλιν Aulis dat de schepen vasthield Eur. El. 1022.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρυμν-οῦχος, ον, [ἔχω]<br /><b class="num">I.</b> holding the [[ship]]'s [[stern]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> detaining the ships ([[because]] they were anchored by the [[stern]]), Αὖλις Eur.
}}
}}

Revision as of 00:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρυμνοῦχος Medium diacritics: πρυμνοῦχος Low diacritics: πρυμνούχος Capitals: ΠΡΥΜΝΟΥΧΟΣ
Transliteration A: prymnoûchos Transliteration B: prymnouchos Transliteration C: prymnoychos Beta Code: prumnou=xos

English (LSJ)

ον, (ἔχω)

   A holding the ship's stern, κάλος AP7.374 (Marc. Arg.).    II detaining the ships (because they were anchored by the stern), Αὖλις E.El.1022.

German (Pape)

[Seite 802] das Schiffshintertheil innehabend, festhaltend; Αὖλις, Eur. El. 1022; κάλοι, M. Arg. 31 (VII, 374).

Greek (Liddell-Scott)

πρυμνοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κρατῶν τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου, κάλως Ἀνθ. Π. 7. 374· πρβλ. πρυμνήτης ΙΙ, πρυμνήσιος. ΙΙ. ὁ κρατῶν τὰ πλοῖα (ἐπειδὴ ἦσαν ἠγκυροβολημένα ἢ πρὸς τὴν ξηρὰν προσδεδεμένα ἐκ τῆς πρύμνης), τὸν στόλον, Αὖλις Εὐρ. Ἠλ. 1022.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui retient la poupe;
2 p. ext. qui retient les navires.
Étymologie: πρύμνα, ἔχω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για σχοινί) αυτός που συγκρατεί την πρύμνη του πλοίου («πρυμνοῡχος κάλος», Ανθ. Παλ.)
2. (για την ξηρά) αυτός που κρατά τα πλοία, τον στόλο («πρυμνοῡχον Αὖλιν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + -οῦχος (< ἔχω)].

Greek Monotonic

πρυμνοῦχος: -ον (ἔχω),
I. αυτός που κρατάει την πρύμνη του πλοίου, σε Ανθ.
II. αυτός που συγκρατεί τα πλοία (επειδή ήταν αγκυροβολημένα από την πρύμνη), Αὖλις, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πρυμνοῦχος: 1) удерживающий корабли (в своем порту) (Αὐλίς Eur.);
2) причальный (κάλως Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρυμνοῦχος -ον [πρύμνα, ἔχω] de achtersteven vasthoudend:. π. Αὖλιν Aulis dat de schepen vasthield Eur. El. 1022.

Middle Liddell

πρυμν-οῦχος, ον, [ἔχω]
I. holding the ship's stern, Anth.
II. detaining the ships (because they were anchored by the stern), Αὖλις Eur.