χωλίαμβος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χωλίαμβος:''' ὁ стих. холиамб, т. е. хромой ямб (ямбический сенарий, последняя стопа которого заменена спондеем или хореем: ∪‒́∪‒́∪‒́∪‒́∪‒́∪̲). | |elrutext='''χωλίαμβος:''' ὁ стих. холиамб, т. е. хромой ямб (ямбический сенарий, последняя стопа которого заменена спондеем или хореем: ∪‒́∪‒́∪‒́∪‒́∪‒́∪̲). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χωλ-ίαμβος, ὁ,<br />a [[lame]] iambic, i. e. one that has a spondee for an [[iambus]] in the [[last]] [[place]], said to be invented by [[Hipponax]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:45, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A a lame or halting iambic, i.e. one that has a spondee for an iambus in the last place, said to have been invented by Hipponax, Demetr.Eloc.251, Sch.Heph.p.101 C.
German (Pape)
[Seite 1386] ὁ, der lahme, hinkende Jambus, der im letzten Fuße statt des Jambus einen Spondeus hat; Hipponax hat ihn am meisten gebraucht, heißt auch der Erfinder; Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
χωλίαμβος: ὁ, ἴαμβος χωλὸς ἢ χωλαίνων, δηλ. ἔχων σπονδεῖον ἀντὶ ἰάμβου ἐν τῷ τελευταίῳ ποδί, ἐπινοηθείς, ὡς λέγεται, ὑπὸ τοῦ Ἱππώνακτος, μνημονεύεται δὲ ἐκ τοῦ Δημ. τοῦ Φαληρ. ― Ἐπίθ. χωλιαμβικός, ή, όν, Σχόλια εἰς Ἡφαιστ. 6, 5, σ. 181· ῥῆμα χωλιαμβοποιέω, Εὐστ. 1684. 52.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
choliambe, vers iambique boiteux, càd terminé par un spondée.
Étymologie: χωλός, ἴαμβος.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
χωλός ίαμβος που επινοήθηκε από τον Ιππώνακτα, τρίμετρος ιαμβικός στίχος με σπονδείο ή τροχαίο τον τελευταίο πόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + ἴαμβος.
Greek Monotonic
χωλίαμβος: ὁ, χωλός ίαμβος, δηλ. στίχος που έχει σπονδείο αντί ίαμβο στην τελευταία συλλαβή, λέγεται ότι επινοήθηκε από τον Ιππώνακτα.
Russian (Dvoretsky)
χωλίαμβος: ὁ стих. холиамб, т. е. хромой ямб (ямбический сенарий, последняя стопа которого заменена спондеем или хореем: ∪‒́∪‒́∪‒́∪‒́∪‒́∪̲).
Middle Liddell
χωλ-ίαμβος, ὁ,
a lame iambic, i. e. one that has a spondee for an iambus in the last place, said to be invented by Hipponax.