μείων: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(2)
(1ba)
Line 33: Line 33:
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b3">μεῖον</b> [[smaller]] (Il., Hp., X., Dor., Arc.; cf. Seiler Steigerungsformen 115f.), also <b class="b3">μειότερος</b> (A. R., Arat.), superl. <b class="b3">μεῖστος</b> [[least]] (Lokr. Va, Hdn., H.).<br />Dialectal forms: Myc. [[meujo]], [[mewijo]].<br />Compounds: As 1. member e.g. in <b class="b3">μειον-εκτέω</b> <b class="b2">draw the shorter, be in disadvantage</b> with <b class="b3">-εξία</b> (X.), from <b class="b3">μεῖον ἔχειν</b> after <b class="b3">πλεον-έκτης</b>, <b class="b3">-εκτέω</b>, <b class="b3">-εξία</b> (Fraenkel Nom. ag. 1, 166).<br />Derivatives: Derivv. (analogical after the <b class="b3">ο-</b>stems [Schwyzer 731 f.], not with Egli Heteroklisie 77 from a secondary <b class="b3">ο-</b>stem <b class="b3">μεῖο-ν</b>): 1. <b class="b3">μειότης</b> f. [[minority]] (A.D., Vett.Val.); 2. <b class="b3">μειόομαι</b>, <b class="b3">-όω</b> <b class="b2">become smaller, be inferior, make smaller</b> (Hp., X., Arist.) with <b class="b3">μεί-ωσις</b> [[lessening]] (Hp., Arist.), <b class="b3">-ωμα</b> <b class="b2">lessening of wealth</b> = [[penalty]] (X. An. 5, 8, 1), <b class="b3">-ώτης</b> m. <b class="b2">who makes smaller</b> (Paul. Al.), <b class="b3">-ωτικός</b> [[decreasing]] (hell.).<br />Origin: IE [Indo-European] [711] <b class="b2">*mei-u-</b> <b class="b2">`less, small</b><br />Etymology: Primary comparative from a verb [[lessen]] in Skt. <b class="b2">minā́ti</b> [[lessen]], [[damage]], <b class="b2">mī́yate</b> <b class="b2">become less, dwindle</b>; cf. the opposite <b class="b3">πλείων</b>, <b class="b3">πλέων</b>, <b class="b3">πλεῖστος</b> (s. <b class="b3">πολύς</b>). The judgement of the general <b class="b3">-ει-</b> is uncertain. -- Myc. [[meujo]], [[mewijo]], appar. = <b class="b3">μείων</b>, cannot be combined with this explanation, but might find support in Toch. B [[maiwe]] [[small]], [[young]] (from <b class="b2">*meiu̯o-</b>, <b class="b2">*moiu̯o-</b>; Duchesne-Guillemin BSL 41, 157); but the <b class="b2">u̯o-</b>suffix (older <b class="b2">u-</b>stem?) belongs only to the positive. -- Diff. on <b class="b3">μείων</b> Osthoff. MU 6, 303ff.: from <b class="b3">*μείνων</b> to <b class="b3">ἀ-μείνων</b> (s.v.) with loss of the <b class="b3">-ν-</b> after <b class="b3">πλείων</b> (? improbable). Cf. <b class="b3">μινύθω</b>.
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b3">μεῖον</b> [[smaller]] (Il., Hp., X., Dor., Arc.; cf. Seiler Steigerungsformen 115f.), also <b class="b3">μειότερος</b> (A. R., Arat.), superl. <b class="b3">μεῖστος</b> [[least]] (Lokr. Va, Hdn., H.).<br />Dialectal forms: Myc. [[meujo]], [[mewijo]].<br />Compounds: As 1. member e.g. in <b class="b3">μειον-εκτέω</b> <b class="b2">draw the shorter, be in disadvantage</b> with <b class="b3">-εξία</b> (X.), from <b class="b3">μεῖον ἔχειν</b> after <b class="b3">πλεον-έκτης</b>, <b class="b3">-εκτέω</b>, <b class="b3">-εξία</b> (Fraenkel Nom. ag. 1, 166).<br />Derivatives: Derivv. (analogical after the <b class="b3">ο-</b>stems [Schwyzer 731 f.], not with Egli Heteroklisie 77 from a secondary <b class="b3">ο-</b>stem <b class="b3">μεῖο-ν</b>): 1. <b class="b3">μειότης</b> f. [[minority]] (A.D., Vett.Val.); 2. <b class="b3">μειόομαι</b>, <b class="b3">-όω</b> <b class="b2">become smaller, be inferior, make smaller</b> (Hp., X., Arist.) with <b class="b3">μεί-ωσις</b> [[lessening]] (Hp., Arist.), <b class="b3">-ωμα</b> <b class="b2">lessening of wealth</b> = [[penalty]] (X. An. 5, 8, 1), <b class="b3">-ώτης</b> m. <b class="b2">who makes smaller</b> (Paul. Al.), <b class="b3">-ωτικός</b> [[decreasing]] (hell.).<br />Origin: IE [Indo-European] [711] <b class="b2">*mei-u-</b> <b class="b2">`less, small</b><br />Etymology: Primary comparative from a verb [[lessen]] in Skt. <b class="b2">minā́ti</b> [[lessen]], [[damage]], <b class="b2">mī́yate</b> <b class="b2">become less, dwindle</b>; cf. the opposite <b class="b3">πλείων</b>, <b class="b3">πλέων</b>, <b class="b3">πλεῖστος</b> (s. <b class="b3">πολύς</b>). The judgement of the general <b class="b3">-ει-</b> is uncertain. -- Myc. [[meujo]], [[mewijo]], appar. = <b class="b3">μείων</b>, cannot be combined with this explanation, but might find support in Toch. B [[maiwe]] [[small]], [[young]] (from <b class="b2">*meiu̯o-</b>, <b class="b2">*moiu̯o-</b>; Duchesne-Guillemin BSL 41, 157); but the <b class="b2">u̯o-</b>suffix (older <b class="b2">u-</b>stem?) belongs only to the positive. -- Diff. on <b class="b3">μείων</b> Osthoff. MU 6, 303ff.: from <b class="b3">*μείνων</b> to <b class="b3">ἀ-μείνων</b> (s.v.) with loss of the <b class="b3">-ν-</b> after <b class="b3">πλείων</b> (? improbable). Cf. <b class="b3">μινύθω</b>.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[irr. comp. of [[μικρός]]<br />[[less]], Aesch., etc.: [[older]], Soph.:—neut. [[μεῖον]], as adv., [[less]], μ. ἰσχύσειν [[Διός]] Aesch.:— [[μειόνως]] ἔχειν to be of [[less]] [[value]], Soph.
}}
}}

Revision as of 03:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείων Medium diacritics: μείων Low diacritics: μείων Capitals: ΜΕΙΩΝ
Transliteration A: meíōn Transliteration B: meiōn Transliteration C: meion Beta Code: mei/wn

English (LSJ)

so in Dor., Leg.Gort.9.48, al., Schwyzer323 B9 (Delph., iv B. C.), Tab.Heracl.1.114,al., Archyt.1, prob. in Epich.62 (μηονος cod., and so in Diotog. ap. Stob.4.7.62, etc.), and Arc., IG5(2).3.15, 18 (Tegea): neut. pl.

   A μείονα Hes.Op.690, but μείω Ti.Locr.102b: masc. pl. μείους Xenoph.3.4, etc.: dat. pl. μειόνοις IG9(1).333 (Locr.): —irreg. Comp. of ὀλίγος or μικρός, lesser, less, Pi.O.1.35,al., A.Ch. 519, B.1.63, etc.; τὸ μ. κρεισσόνων κρατύνει; A.Supp.596(lyr.), cf.Hp. VM8 (v.l., cf. Erot.), Vict.1.5,al. (not in other works of Hp.), freq. in X., Cyr.5.4.48,al., not in good Att. Prose or Com., nor in Hdt.; younger, S.OC374: neut. μεῖον as Adv., less, μ. ἰσχύσειν Διός A.Pr. 510, cf. Ch.707: regul. Adv., μειόνως ἔχειν to be of less value, S.OC 104, cf. J.AJ19.2.2:—also μειότερος, α, ον, A.R.2.368, Arat.43, AP14.41, Man.2.147, IG14.2064. (μεί-yων, cf. μινύθω, Lat. minuo, minus.)

Greek (Liddell-Scott)

μείων: ἀνώμαλον συγκρ. τοῦ μικρός, μικρότερος, ἐλάσσων, Αἰσχύλ. Χο. 519, Ἱκέτ. 596, κτλ.· ἔχων μικροτέραν ἡλικίαν, χὠ μὲν νεάζων καὶ χρόνῳ μείων γεγὼς Σοφ. Ο. Κ. 374· ― οὐδ. μεῖον, ὡς ἐπίρρ., ὀλιγώτερον, μ. ἰσχύσειν Διὸς Αἰσχύλ. Πρ. 510, πρβλ. Χο. 707· ― ὡσαύτως, μειόνως ἔχειν, ἔχειν μικροτέραν ἀξίαν, Σοφ. Ο. Κ. 104· πρβλ. μειζόνως· ― τύπος τις μειότερος ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 558. 2. (Ἴδε ἐν λεξ. μινύθω). ― μειόνοις, = μείοσι, Ἐπιγρ. Λοκρ. Ὀζ. Inscr. Gr. Antiqu. 322, 13.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
moindre, càd :
I. le plus petit;
1 plus petit de taille;
2 fig. inférieur ou moindre en force, en puissance, en crédit ; neutre adv. • μεῖον ἰσχύειν ESCHL être moins fort ; ἀπέχοντες παρασάγγην καὶ μεῖον XÉN à une distance d’un parasange et même moins;
II. moins nombreux.
Étymologie: R. Mi, cf. lat. minor, etc., sert de Cp. à μικρός et à ὀλίγος.

English (Autenrieth)

see μῖκρός.

English (Slater)

μείων v. μικρός.

Greek Monolingual

-ον (ΑM μείων, -ον, Α και σπαν. μειότερος, -τέρα, -τερον)
(ανώμ. συγκρ. του μικρός ή ολίγος)
νεοελλ.
μαθ. (το ουδ.) μείον
το σημείο της αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο -, αλλ. πλην
αρχ.-μσν.
1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων», Ξεν.)
2. αυτός που έχει μικρότερη ηλικία, ο νεώτερος («χὠ μὲν νεάζων καὶ χρόνῳ μεῑον γεγώς», Σοφ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῑον
λιγότερο («μεῑον ἰσχύσειν Διός», Σοφ.).
επίρρ...
μειόνως (Α)
φρ. «μειόνως ἔχω» — είμαι μικρότερης αξίας (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το συγκριτικό επίθ. μείων ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα mei- «ελαττώνω, μειώνω» και συνδέεται με αρχ. ινδ. mīyate «ελαττώνω». Το επίθ. όμως μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τις μορφές: meujo, mewijo, πληθ. mewijoe, meujoe και πληθ. ουδ. meujoa, γεγονός που οδηγεί πιθ. σε ΙΕ τ. meiw-ijos (μειF-ijos) για τη Μυκηναϊκή και meiw-yos (μειF-jos) για την αλφαβητική Ελληνική. Το στοιχείο -eu/u-—που ίσως είναι επίθημα— απαντά επίσης και σε έναν αμάρτ. ενεστ. mineumi, ίχνη του οποίου μαρτυρούνται στο λατ. minuō «μειώνω» καθώς και στο ελλ. μινύω > μινύθω. Εξάλλου, το αρχ. ινδ. mināti —που αντιστοιχεί εν μέρει με το μείων— λόγω της παρουσίας του στοιχείου -n-οδήγησε στο να διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. μείων προέρχεται από αμάρτ. μείνων με αποβολή του -ν-, αναλογικά προς τον τ. πλείων (βλ. λ. ἀμείνων). Τέλος, κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, ο τ. μείων προέρχεται από αμάρτ. meyyos, ενώ το -ω- της Μυκηναϊκής είναι προϊόν αναλογίας. Το ουδ. μεῖον με τη μορφή μειο- (πρβλ. μειοδότης) πριν από σύμφωνο και μειον- πριν από φωνήεν (πρβλ. μειον-έκτης) εμφανίζεται ως α' συνθετικό ονομάτων και ρημάτων προσδίδοντας τη σημ. της μείωσης στο β' συνθετικό.
ΠΑΡ. μειώνω
αρχ.
μειότης
νεοελλ.
μειονότητα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μειο(ν)-: μείουρος
αρχ.
μειονέκτης, μειόφρων, μειώνυμος
νεοελλ.
μειοδότης, μειοψηφία. (Β' συνθετικό) αρχ. υπομείων].

Greek Monotonic

μείων: ανώμ. συγκρ. του μικρός, μικρότερος, λιγότερος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· γηραιότερος, σε Σοφ.· το ουδ. μεῖον, ως επίρρ., λιγότερο, μείων ἰσχύσειν Διός, σε Αισχύλ.· μειόνως ἔχειν, είναι μικρότερης αξίας, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μείων: 2, gen. ονος [compar. к μικρός и ὀλίγος
1) меньший, ниже ростом (μ. κεφαλῇ Ἀγαμέμνονος Hom.);
2) меньший, более короткий: παρασάγγην καὶ μεῖον Xen. на расстоянии парасанга и даже меньше;
3) более слабый (μεῖον ἰσχύειν τινός Aesch.);
4) менее значительный, низший (τὰ δῶρα μείω ἐστὶ τῆς ἁμαρτίας Aesch.);
5) менее многочисленный (ἱππέας οὐ μείους τετρακισμυρίων ἄγειν Xen.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: μεῖον smaller (Il., Hp., X., Dor., Arc.; cf. Seiler Steigerungsformen 115f.), also μειότερος (A. R., Arat.), superl. μεῖστος least (Lokr. Va, Hdn., H.).
Dialectal forms: Myc. meujo, mewijo.
Compounds: As 1. member e.g. in μειον-εκτέω draw the shorter, be in disadvantage with -εξία (X.), from μεῖον ἔχειν after πλεον-έκτης, -εκτέω, -εξία (Fraenkel Nom. ag. 1, 166).
Derivatives: Derivv. (analogical after the ο-stems [Schwyzer 731 f.], not with Egli Heteroklisie 77 from a secondary ο-stem μεῖο-ν): 1. μειότης f. minority (A.D., Vett.Val.); 2. μειόομαι, -όω become smaller, be inferior, make smaller (Hp., X., Arist.) with μεί-ωσις lessening (Hp., Arist.), -ωμα lessening of wealth = penalty (X. An. 5, 8, 1), -ώτης m. who makes smaller (Paul. Al.), -ωτικός decreasing (hell.).
Origin: IE [Indo-European] [711] *mei-u- `less, small
Etymology: Primary comparative from a verb lessen in Skt. minā́ti lessen, damage, mī́yate become less, dwindle; cf. the opposite πλείων, πλέων, πλεῖστος (s. πολύς). The judgement of the general -ει- is uncertain. -- Myc. meujo, mewijo, appar. = μείων, cannot be combined with this explanation, but might find support in Toch. B maiwe small, young (from *meiu̯o-, *moiu̯o-; Duchesne-Guillemin BSL 41, 157); but the u̯o-suffix (older u-stem?) belongs only to the positive. -- Diff. on μείων Osthoff. MU 6, 303ff.: from *μείνων to ἀ-μείνων (s.v.) with loss of the -ν- after πλείων (? improbable). Cf. μινύθω.

Middle Liddell

[irr. comp. of μικρός
less, Aesch., etc.: older, Soph.:—neut. μεῖον, as adv., less, μ. ἰσχύσειν Διός Aesch.:— μειόνως ἔχειν to be of less value, Soph.