συζητέω: Difference between revisions
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
(1b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συζητέω:''' <b class="num">1)</b> вместе искать, совместно исследовать (τινι περί τινος или [[μετά]] τινος Plat., Sext.);<br /><b class="num">2)</b> вступать в спор, спорить (τινι и πρός τινα NT);<br /><b class="num">3)</b> (тж. σ. αὐτούς, v. l. πρὸς ἑαυτούς NT) спрашивать друг друга (τί ἐστιν [[τοῦτο]] NT). | |elrutext='''συζητέω:'''<br /><b class="num">1)</b> вместе искать, совместно исследовать (τινι περί τινος или [[μετά]] τινος Plat., Sext.);<br /><b class="num">2)</b> вступать в спор, спорить (τινι и πρός τινα NT);<br /><b class="num">3)</b> (тж. σ. αὐτούς, v. l. πρὸς ἑαυτούς NT) спрашивать друг друга (τί ἐστιν [[τοῦτο]] NT). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:55, 10 January 2019
English (LSJ)
A search or examine together with, τινι Pl.Cra.384c, etc.; τινὶ περί τινος Id.Men.90b:—Pass., to be discussed, Demetr.Lac. Herc.1006 tit. II σ. τινί or πρός τινα dispute with... Act.Ap.6.9, 9.29, cf. POxy.1673.20 (ii A.D.); σ. πρὸς αὑτούς Ev.Marc. 1.27, Ev.Luc.22.23.
German (Pape)
[Seite 972] mit, zugleich, zusammen suchen, untersuchen; Plat. Crat. 384 c; συνεζητηκότες, S. Emp. adv. phys. 1, 358.
Greek (Liddell-Scott)
συζητέω: ἐρευνῶ ἢ ἐξετάζω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλάτ. Κρατ. 384C, κτλ.· τινὶ καὶ μετά τινος, περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 90Β. ΙΙ. σ. τινὶ ἢ πρός τινα, ὡς καὶ νῦν, συζητῶ ἢ φιλονεικῶ μετά τινος, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 9., θ΄, 29· σ. πρὸς αὐτοὺς Εὐαγγ. κ. Μάρκ. α΄, 27, πρβλ. κατὰ Λουκ. κβ΄, 23.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 faire des recherches avec, τινι;
2 discuter avec, τινι.
Étymologie: σύν, ζητέω.
English (Strong)
from σύν and ζητέω; to investigate jointly, i.e. discuss, controvert, cavil: dispute (with), enquire, question (with), reason (together).
English (Thayer)
(L T Tr WH συνζητέω (cf. σύν, II. at the end)), συζήτω; imperfect 3rd person singular συνεζήτει;
a. to seek or examine together (Plato).
b. in the N. T. to discuss, dispute (question (A. V. often)): absolutely (τίνι, with one, R G L); πρός τινα, T Tr WH), 16 (where read πρός αὐτούς, not with bez elz G πρός αὑτούς (see αὑτοῦ, p. 87)); πρός ἑαυτούς (L Tr WH marginal reading or πρός αὑτούς Rbez elz G) equivalent to πρός ἀλλήλους, T WH text simply αὐτούς as subjunctive); πρός ἑαυτούς with the addition of an indirect question τό τίς etc. with the optative (cf. Buttmann, § 139,60; Winer's Grammar, § 41b. 4c.), τί, with the indicative, Mark 9:10.
Greek Monotonic
συζητέω: μέλ. -ήσω,
I. αναζητώ, ερευνώ ή εξετάζω από κοινού με κάποιον, με δοτ., σε Πλάτ.
II. συζητέω τινί ή πρός τινα, συνομιλώ με κάποιον, κουβεντιάζω, συνδιαλέγομαι, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συζητέω:
1) вместе искать, совместно исследовать (τινι περί τινος или μετά τινος Plat., Sext.);
2) вступать в спор, спорить (τινι и πρός τινα NT);
3) (тж. σ. αὐτούς, v. l. πρὸς ἑαυτούς NT) спрашивать друг друга (τί ἐστιν τοῦτο NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συζητέω [σύν, ζητέω] samen (met...) zoeken, samen (met...) onderzoeken; met dat. discussiëren (met), redetwisten (met), met dat., met πρός + acc.: σ. πρὸς ἑαυτούς zich onder elkaar afvragen NT.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to search or examine together with another, c. dat., Plat.
II. ς. τινί or πρός τινα to dispute with a person, NTest.