ἀκάνθινος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(1a)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀκάνθινος:''' <b class="num">1)</b> акантовый ([[ἱστός]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> тернистый (ἀταρποί Anacr.);<br /><b class="num">3)</b> терновый ([[στέφανος]] NT).
|elrutext='''ἀκάνθινος:'''<br /><b class="num">1)</b> акантовый ([[ἱστός]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> тернистый (ἀταρποί Anacr.);<br /><b class="num">3)</b> терновый ([[στέφανος]] NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄκανθα]]<br /><b class="num">I.</b> of thorns, NTest.<br /><b class="num">II.</b> of [[acacia]] [[wood]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[ἄκανθα]]<br /><b class="num">I.</b> of thorns, NTest.<br /><b class="num">II.</b> of [[acacia]] [[wood]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 11:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάνθινος Medium diacritics: ἀκάνθινος Low diacritics: ακάνθινος Capitals: ΑΚΑΝΘΙΝΟΣ
Transliteration A: akánthinos Transliteration B: akanthinos Transliteration C: akanthinos Beta Code: a)ka/nqinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of thorns, στέφανος Ev.Marc.15.17, Jo.19.5.    2 metaph., thorny, ἐν ἀ. ἀταρποῖς Anacreont.53.12.    II of shittah-wood, ἱστός Hdt. 2.96; ξύλα PLond.3.1177.191 (ii A. D.); τὰ ἀ. cloths made of ἀκάνθιον 2, Str.3.5.10.    2 ἀ. πάππος thistle-down, Dsc.4.81.

German (Pape)

[Seite 68] von Dornen, dornig, ἀταρποί Anacr. 53, 12; στέφανος, Dornenkrone, N. T. – Bei Her. 2, 96 aus dem ägypt. ἄκανθα gemacht.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάνθινος: -η, -ον, ἐξ ἀκανθῶν, στέφανος, Εὐαγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 17. Ἰω. ιθ΄, 5. 2) μεταφ., ἀκανθώδης, ἐν ἀκ. ἀταρποῖς, Ἀνακρεοντ. 53. 12. ΙΙ. ἐκ ξύλου ἀκάνθης (ἀκακίας)· ἱστός, Ἡρόδ. 2. 96· τὰ ἀκ. = ὑφάσματα κατασκευασθέντα ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ φλοιοῦ αὐτῆς, Στράβ. 175.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait de bois d’acacia.
Étymologie: ἄκανθα.

Spanish (DGE)

(ἀκάνθῐνος) -η, -ον

• Grafía: graf. ἀκάγθ- PCair.Zen.270.5 (III a.C.), ἀγάνθ- PVindob.Tandem 24.7 (I d.C.)

• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1de espinas στέφανος Eu.Marc.15.17, Eu.Io.19.5
espinoso de abrojos ἐν ἀκανθίνοις ἀταρποῖς Anacreont.55.12
τὰ ἀ. tejidos a base de fibra espinosa Str.3.5.10.
2 bot. ἀ. πάππος papo o vilano del cardo Dsc.4.81.
II del árbol de la goma, de acacia ἱστός Hdt.2.96, ξύλα PCair.Zen.l.c., LXX Is.34.13, PLond.1177.191 (II d.C.)
de madera de acacia ὄρκανον ἀγάνθινον ἐλαιοργίου (sic) PVindob.Tandem l.c., cf. BGU 2486.10 (I d.C.), ἀκάνθινα ἐγκοίλια cuadernas de acacia en un barco PFlor.69.15, 17 (III d.C.) en BL 9.84
ἀ. χυλός jugo de acacia, e.e., goma arábiga, PRyl.242.5 (III d.C.).

English (Abbott-Smith)

ἀκάνθινος, -ον (< ἄκανθα), [in LXX: Is 34:13 (סיר) *;]
1.of thorns: Mk 15:17, Jo 19:5.
2.of acantha-wood (Hdt.; π. ap. MM, VGT, s.v.). †

English (Strong)

from ἄκανθα; thorny: of thorns.

English (Thayer)

(ἄκανθα; Cf. ἀμαράντινος), thorny, woven out of the twigs of a thorny plant: Isaiah 34:13.) Cf. the preceding word.

Greek Monolingual

-η, -ο και αγκάθινος, -η, -ο (Α ἀκάνθινος, -ίνη, -ον) ἄκανθα
φτιαγμένος με αγκάθια
«ακάνθινο στεφάνι», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον»
αρχ.
1. κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «ἄκανθα» (είτε από το ξύλο του δέντρου είτε από το εσωτερικό του φλοιού)
«ἱστῴ ἀκανθίνῳ χρέονται» (Ηρόδ. Β, 96)
«δένδρον ἐξ ἀκάνθης φλοιὸν ἀφιέναι ἐξ οὗ ὑφάσματα γίνεται κάλλιστα» (Στράβ. Γ, 5, 10)
2. μτφ. ακανθώδης, δύσκολος, τραχύς
«ἐν ἀκανθίνοις ἀτραποῑς» (Ανακρ. 53, 12)
3. «ἀκάνθινος πάππος» — το γήρειον, το χνούδι που βγαίνει από μερικά είδη αγκαθιών και αιωρείται στον αέρα.

Greek Monotonic

ἀκάνθινος: -η, -ον (ἄκανθα),
I. αγκάθινος, φτιαγμένος από πλέγμα αγκαθιών, σε Καινή Διαθήκη
II. κατασκευασμένος από ξύλο ακακίας, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκάνθινος:
1) акантовый (ἱστός Her.);
2) тернистый (ἀταρποί Anacr.);
3) терновый (στέφανος NT).

Middle Liddell

ἄκανθα
I. of thorns, NTest.
II. of acacia wood, Hdt.