ἀπείρων: Difference between revisions
(1a) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀπείρων]], -ον (AM) [[πείρα]]<br />[[άπειρος]], [[αμαθής]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀπείρων]], -ον (AM) [[πείρα]]<br />[[άπειρος]], [[αμαθής]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀπείρων]], -ον (Α) [[πείραρ]], [[πέρας]]]]<br /><b>1.</b> [[απεριόριστος]], ατελείωτος [[αχανής]]<br /><b>2.</b> [[αναρίθμητος]], [[αμέτρητος]]<br /><b>3.</b> ο [[χωρίς]] [[τέλος]] ή διέξοδο<br /><b>4.</b> ο [[κυκλικός]]<br /><b>5.</b> (για ύπνο) [[βαθύς]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:16, 10 January 2019
English (LSJ)
(A), ον, gen. ονος, (πεῖρα)
A = ἄπειρος (A), without experience, ignorant, S.OT1088 (lyr.), Fr.266.
ἀπείρων (B), ον, gen. ονος, (πεῖραρ, πέρας) Ep. form of ἄπειρος (B),
A boundless, endless, ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν Od.1.98, Hes.Th.187; Ἑλλήσποντος ἀ. Il.24.545; δῆμος ἀ. a countless people, ib.776; ὕπνος ἀ. seeming endless, i.e. profound sleep, Od.7.286; ἀπείρονα γῆς βάθη Emp.39, cf. 28; τῶν ἀλιθίων ἀ. γενέθλα Simon.5.6; δόξα Pi.P.2.64; κύκλος a vast concourse, B.8.30. 2 = ἄπειρος (B) 2, without end or escape, δεσμοὶ ἀπείρονες Od.8.340. 3 In Att., = ἄπειρος (B) 3, having no end, circular, δακτύλιος ἀ. Ar.Fr.250, cf. IG2.709.5, 11(2).161 B81 (Delos, iii B. C.); ἐν λόχῳ ἀπείρονι, of persons standing in a circle, A.Fr.379.
German (Pape)
[Seite 285] ον (πέρας), 1) unbegrenzt, unermeßlich, oft bei Hom. γαῖα, κατ' ἀπείρονα γαῖαν Od. 17, 418, sonst stets ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν, Iliad. 7, 446. 24, 542 Od. 1, 98. 5, 46. 17, 386. 19, 107, πολλὴν ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν Od. 15, 79; πόντον ἀπείρονα Od. 4, 510; Ἑλλήσποντος Il. 24, 545; δῆμος 24, 776; ὕπνον, ohne Ende, Od. 7, 286; δεσμοὶ τρὶς τόσσοι ἀπείρονες 8, 340; δόξα Pind. P. 2, 64; kreisrund, Aesch. frg. 434; vgl. Ar. bei Schol. Il. 14, 200 u. B. A. 420; καρπὸς Ἰάκχου Agath. 24 (XI, 64). – 2) (πεῖρα) unerfahren, unwissend, Soph. O. R. 1089.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπείρων: -ον, (πεῖρα) = ἄπειρος Α, ὁ ἄνευ πείρας, ἀμαθής, μόνον ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1088.
French (Bailly abrégé)
1ων, ον ; gén. ονος;
sans expérience, ignorant.
Étymologie: ἀ, πεῖρα.
2ων, ον ; gén. ονος;
1 sans fin, infini, immense, innombrable;
2 inextricable.
Étymologie: ἀ, πέρας.
English (Autenrieth)
ονος (πέρας): boundless, endless; δῆμος, ‘countless,’ Il. 24.776 ; ὕπνος, Od. 7.286; δεσμοί, Od. 8.340.
English (Slater)
ᾰπείρων
1 boundless, infinite τὰν ἀπείρονα δόξαν (P. 2.64) ]ειν ἀπείρονας ἀρετὰς [Αἰακ]ιδᾶν (Pae. 6.176)
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
1 infinito, ilimitado, vasto en sg. γαῖα Il.7.446, Od.1.98, 19.107, Hes.Th.187, Op.160, 487, Fr.133, A.R.1.1323, πόντος Il.1.350, Od.4.510, Hes.Th.678, Ἑλλήσποντος Il.24.545, Σφαῖρος Emp.B 28, δόξα Pi.P.2.64, καρπὸς Ἰάκχου AP 11.64 (Agath.), κόσμος Corp.Herm.Fr.29
•en plu. en número infinito παρὰ παγὰς ἀπείρονας Stesich.7, ἀπε[ί] ροσι ὕμνοις Carm.Conu.34b.3, φάλαγγες Nonn.D.2.381, χεῖρες Nonn.D.2.512.
2 de colect. inmenso por su número, incontable δῆμος Il.24.776, λαός Hes.Sc.472, Ἑλλάνων δι' ἄπ[ει] ρον κύκλον por el nutrido corro de los griegos B.9.30, τῶν ... ἠλιθίων ἀπείρων γενέθλα Simon.37.38, μισθός h.Cer.173.
3 insondable ἀπείρονα γῆς τε βάθη Emp.B 39, fig. ὕπνος sueño profundísimo, Od.7.286.
4 sin solución de continuidad, continuo, inextricable de ataduras δεσμοὶ ... ἀπείρονες Od.8.340
•circular δακτύλιος Ar.Fr.250, IG 22.1459.6 (IV a.C.), 1544.16, 19 (IV a.C.), IG 11(2).161B.81 (Delos III a.C.), ἐν λόχῳ τ' ἀπείρονι en una trampa sin salida, cerrada A.Fr.343.32.
-ον, gen. -ονος
desconocedor, ignorante οὐ τὸν Ὄλυμπον ἀπείρων, ὦ Κιθαιρών, οὐκ ἔσῃ no, por el Olimpo, no estarás ignorante, Citerón S.OT 1088, cf. Fr.266, ἀπείρονας· ἀπειράτους Hsch.
Greek Monolingual
(I)
ἀπείρων, -ον (AM) πείρα
άπειρος, αμαθής.
(II)
ἀπείρων, -ον (Α) πείραρ, πέρας]]
1. απεριόριστος, ατελείωτος αχανής
2. αναρίθμητος, αμέτρητος
3. ο χωρίς τέλος ή διέξοδο
4. ο κυκλικός
5. (για ύπνο) βαθύς.
Greek Monotonic
ἀπείρων: -ον (πεῖρα)=ἄπειρος Α, αυτός που δεν διαθέτει πείρα, αδαής, άσχετος, σε Σοφ.
• ἀπείρων: -ον (πεῖραρ, πέρας),
1. = ἄπειρος Β, απέραντος, αχανής, ατελεύτητος, αναρίθμητος, σε Όμηρ.
2. = ἄπειρος
Β. 2., αυτός που δεν έχει έξοδο διαφυγής, αδιέξοδος, αξεδιάλυτος, δεσμοί, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπείρων: Hom., Hes., Pind., Aesch., Arph. = ἄπειρος I-III.
Middle Liddell
1 πεῖρα
= ἄπειρος1, without experience, ignorant, Soph.
2 πεῖρας, πέρας
1. = ἄπειρος2 1, boundless, endless, countless, Hom.
2. = ἄπειρος2 2, without end, inextricable, δεσμοί Od.