διανόημα: Difference between revisions
(1a) |
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διανόημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> размышление, мысль ([[ἅπαν]] [[ἔργον]] καὶ [[λόγος]] καὶ δ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> замысел, намерение: τοῖς ὀνόμασι παραπετάσμασι [[χρῆσθαι]] τῶν διανοημάτων Plut. пользоваться словами, чтобы скрывать свои намерения. | |elrutext='''διανόημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> размышление, мысль ([[ἅπαν]] [[ἔργον]] καὶ [[λόγος]] καὶ δ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> замысел, намерение: τοῖς ὀνόμασι παραπετάσμασι [[χρῆσθαι]] τῶν διανοημάτων Plut. пользоваться словами, чтобы скрывать свои намерения. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[διανόημα]], ατος, τό, <i>n</i> [from [[διανοέομαι]]<br />a [[thought]], [[notion]], Plat. | |mdlsjtxt=[[διανόημα]], ατος, τό, <i>n</i> [from [[διανοέομαι]]<br />a [[thought]], [[notion]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A thought, notion, X.HG7.5.19, Isoc.3.9, Pl.Smp.210d; διανοήματος εὐτέλεια Plu.2.40c; thought, opp. words, Pl.Prt.348d, Phld.Po.2.30,40: pl., meanings of words, Id.Rh.2.190S.; esp. whim, sick fancy, Hp.Epid.1.23; intention, PLond.5.1724.15, etc.
German (Pape)
[Seite 592] τό, der Gedanke, die Meinung, der Entschluß; Plat. Prot. 548 d Conv. 210 d; – δ. διανοεῖσθαι, Legg. X, 903 a; Xen. Hell. 7, 5, 19; – Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
διανόημα: τό, σκέμμα, ἰδέα, Πλάτ. Πρωτ. 348D, Συμπ. 210D, κτλ.· ἰδίως, φαντασία, ψευδὴς ἰδέα, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 959.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
pensée, idée.
Étymologie: διανοέομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1intención, proyecto τελευτᾷ τὸ ἐπιχείρημα τῶν διανοημάτων Hp.Vict.1.2, τῆς φθορᾶς ... ὅλου τοῦ διανοήματος οὐ δειλίαν οὖσαν τὴν αἰτίαν no siendo la cobardía la causa de la ruina del proyecto en su conjunto Pl.Lg.688c, op. καρδία LXX Da.8.25, cf. Ez.14.3, εἰδὼς αὐτῶν τὰ διανοήματα Eu.Luc.11.17, cf. D.C.57.5.5.
2 razonamiento ᾧ (νῷ μόνῳ) δὴ καὶ διανοήματι λάβωμεν αὐτοῦ por el cual (el intelecto solo) y por el razonamiento podamos concebirlo Pl.Lg.898e, τῶν διανοημάτων ἡ ἐκ τοῦ νοῦ φερομένη δύναμις Pl.Ti.71b, φιλοτίμων γὰρ ἀνδρῶν τὰ τοιαῦτα διανοήματα X.HG 7.5.19, τῶν μ[ὲ] ν ἐπὶ μέρους διανο[η] μάτων ἀπειρότατός ἐστιν Phld.Cont.4.12, τῶν μαθημάτων ἔσται καὶ τῶν διανοημάτων τὸ αἰσθητικόν Plot.4.3.29, μίμησις γὰρ οὐ χρῆσίς ἐστι τῶν διανοημάτων D.H.Rh.10.19, περὶ ... τούτου τοῦ διανοήματος ἄλλοι ἄλλως φανοῦσιν Vett.Val.147.1, γενναίως χρῆται τῷ διανοήματι Sch.Er.Il.19.174a, φαῦλον Phld.Po.C fr.h.17, cf. PLond.1724.15 (VI d.C.), γελοῖον Sch.Er.Il.4.310a
•op. λόγος pensamiento ἵνα ... καλοὺς λόγους ... τίκτῃ καὶ διανοήματα ἐν φιλοσοφίᾳ ἀφθόνῳ Pl.Smp.210d, cf. Hp.Epid.1.23, op. ῥῆμα Plu.2.40c, op. ἔργον: καὶ τῶν ἔργων καὶ τῶν διανοημάτων ἁπάντων ἡγεμόνα λόγον ὄντα Isoc.3.9, 15.257, op. πρᾶξις Arr.Epict.2.8.13, Nemes.Nat.Hom.M.40.741B, op. λόγος y ἔργον Pl.Prt.348d.
3 noción, idea, concepto περὶ θεῶν ... διανοήματα Pl.Epin.988c, como ‘contenido’ de la obra poética, op. σύνθεσις Phld.Po.B fr.11.1.2.
II significado στίχους ... ὑπὸ τὸ αὐτὸ δ. τάξαι Chrysipp.Stoic.2.255, cf. Phld.Rh.2.190, προστίθησι τὸ ὄνομα αὐτοῦ καθ' ἕκαστον δ. D.Chr.36.12, 33.1.
English (Strong)
from a compound of διά and νοιέω; something thought through, i.e. a sentiment: thought.
English (Thayer)
διανοήματος, τό (διανοέω, to think), a thought: Sept.; Sirach (circa 132 B.C.>?); often in Plato.)
Greek Monolingual
το (Α διανόημα) διανοούμαι
στοχασμός, διαλογισμός, σκέψη
αρχ.
(σε πληθ.) τα διανοήματα
νοσηρή φαντασία, φαντασιοπληξίες.
Greek Monotonic
διανόημα: -ατος, τό, σκέψη, ιδέα, γνώμη, θεωρία, αντίληψη, απόφαση, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διανόημα -ατος, τό [διανοέομαι] gedachte, idee. geneesk. inbeelding, waanbeeld.
Russian (Dvoretsky)
διανόημα: ατος τό
1) размышление, мысль (ἅπαν ἔργον καὶ λόγος καὶ δ. Plat.);
2) замысел, намерение: τοῖς ὀνόμασι παραπετάσμασι χρῆσθαι τῶν διανοημάτων Plut. пользоваться словами, чтобы скрывать свои намерения.
Middle Liddell
διανόημα, ατος, τό, n [from διανοέομαι
a thought, notion, Plat.