ἐπίσταθμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262
(1ab)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίσταθμος]], -ον) [[σταθμός]]<br />αυτός που σταθμεύει σε έναν [[τόπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[επίσταθμος]]<br />ο [[επιμελητής]] της επισταθμίας, αυτός που πήρε [[εντολή]] να προετοιμάσει [[επισταθμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[φρουρός]] στην είσοδο σταθμού<br /><b>2.</b> ο [[υπεύθυνος]] του συμποσίου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἐπίσταθμος]]<br />[[επόπτης]] της διοίκησης<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[ἐπίσταθμα]]<br />πρόσθετα [[σταθμά]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίσταθμος]], -ον) [[σταθμός]]<br />αυτός που σταθμεύει σε έναν [[τόπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[επίσταθμος]]<br />ο [[επιμελητής]] της επισταθμίας, αυτός που πήρε [[εντολή]] να προετοιμάσει [[επισταθμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[φρουρός]] στην είσοδο σταθμού<br /><b>2.</b> ο [[υπεύθυνος]] του συμποσίου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἐπίσταθμος]]<br />[[επόπτης]] της διοίκησης<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[ἐπίσταθμα]]<br />πρόσθετα [[σταθμά]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:15, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσταθμος Medium diacritics: ἐπίσταθμος Low diacritics: επίσταθμος Capitals: ΕΠΙΣΤΑΘΜΟΣ
Transliteration A: epístathmos Transliteration B: epistathmos Transliteration C: epistathmos Beta Code: e)pi/staqmos

English (LSJ)

ον,

   A quartered on another, PPetr.3p.41 (iii B.C.); στρατιῶται SIG880.61 (Pizus, iii A.D.): neut. pl. as Subst., ἐπίσταθμα, τά, quarters, Poll.4.173.    II. as Subst., ἐπίσταθμος, ὁ, quartermaster, satrap, Isoc.4.120; ἐ. Καρίας ib.162, cf. AB253.    b. image placed at a door, Call.Epigr.26, dub. in POxy.2146.9 (iii A.D.).    2. = συμποσίαρχος, Plu.2.612c.

German (Pape)

[Seite 982] ὁ, der einem Quartier vorsteht, Quartiermeister, übh. Aufseher, ἐπιστάθμους ἐν ταῖς πόλεσι καθιστάς Isocr. 4, 120; Καρίας 162, der Satrap von Karien, vgl. B. A. 253. Nach Plut. Sympos. 1 prooem. hieß in Sicilien der Vorsitzende beim Gastmahl so; – ἥρως ἐπίσταθμος ἵδρυμαι μικρῷ μικρὸς ἐπὶ προθύρῳ Callim. ep. 32 (IX, 336), an der Thür; od., wie Polyaen. 7, 40, 1, der sein Quartier bei Einem hat, bei ihm wohnt.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσταθμος: -ον, ὁ παρὰ τὸν σταθμὸν θύρας, Ἀνθ. Π. 9. 336. 2) σταθμεύων, καταλύων παρά τινι, ἕκαστος τῶν σταθμούχων τὸν ἴδιον ἐπίσταθμον εὖ μάλα μεθύσας ἀπέκτεινε Πολύαιν. 7. 40, 1: ― ἐπίσταθμα, τά, πρόσθετα σταθμά, «τὰ δὲ ὀνομαζόμενα σταθμία, σταθμά, ἐπίσταθμα καὶ στάσιμα ὠνόμασε Κηφισόδωρος» Πολυδ. Δ΄, 173. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐπίσταθμος, ὁ, διοικητής, σατράπης, καὶ μόνον οὐκ ἐπιστάθμους ἐν ταῖς πόλεσι καθιστὰς Ἰσοκρ. 65Ε· Ἑκατόμνως δ’ ὁ Καρίας ἐπίσταθμος ὁ αὐτ. 74D, ― «ἐπίσταθμοι: οἱ ἄρχοντες καὶ σατράπαι οἱ κατέχοντες βασιλεῖ τὰς ὑπηκόους πόλεις· παρὰ τὸ ἐπὶ τοῖς σταθμοῖς εἶναι· σταθμοὶ δὲ αἱ καταγωγαί, οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι τοὺς τοιούτους ἁρμοστὰς ἐκάλουν» Α. Β. 253. 22, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λ. 2) = συμποσίαρχος, Πλούτ. 2. 612C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui séjourne ; ὁ ἐπίσταθμος :
1 officier chargé de faire préparer des logements;
2 gouverneur ; p. anal. ἐπίσταθμος συμποσίου PLUT président d’un festin.
Étymologie: ἐπί, ἵστημι.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίσταθμος, -ον) σταθμός
αυτός που σταθμεύει σε έναν τόπο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο επίσταθμος
ο επιμελητής της επισταθμίας, αυτός που πήρε εντολή να προετοιμάσει επισταθμία
αρχ.
1. ο φρουρός στην είσοδο σταθμού
2. ο υπεύθυνος του συμποσίου
3. το αρσ. ως ουσ. ἐπίσταθμος
επόπτης της διοίκησης
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίσταθμα
πρόσθετα σταθμά.

Greek Monotonic

ἐπίσταθμος: -ον, αυτός που βρίσκεται στην πόρτα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσταθμος: II ὁ правитель, наместник (Καρίας Isocr.): ἐ. συμποσίου (= συμποσίαρχος) Plut. председатель пира.
находящийся у дверей, стоящий на пороге (ἐπὶ προθύρῳ Anth.).

Middle Liddell

ἐπί-σταθμος, ον
at the door, Anth.