παραυτίκα: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(1ba) |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br />(επίρρ. χρον.) [[αμέσως]], [[ευθύς]], [[πάραυτα]] (α. «καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἔφυγον [[παραυτίκα]]», Πρόδρ.<br />β. «ἤ καὶ [[παραυτίκα]] ἤ χρόνῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενάρθρως) | |mltxt=ΝΜΑ<br />(επίρρ. χρον.) [[αμέσως]], [[ευθύς]], [[πάραυτα]] (α. «καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἔφυγον [[παραυτίκα]]», Πρόδρ.<br />β. «ἤ καὶ [[παραυτίκα]] ἤ χρόνῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενάρθρως) τὸ [[παραυτίκα]]<br />[[ευθύς]] («καὶ τὸ [[παραυτίκα]] μὲν [[λόγος]] οὐδεὶς ἐγένετο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με ουσ.) δηλώνει σύντομη [[διάρκεια]] ή [[γεγονός]] που επίκειται («ὁ [[παραυτίκα]] Ἄιδης» — ο [[παρών]], ο επικείμενος [[θάνατος]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(ποσ.)</b> [[μόλις]] («τὸ γὰρ [[παραυτίκα]] ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως», ΚΔ)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ή [[παραυτίκα]] [[λαμπρότης]]» — η στιγμιαία, η ολιγοχρόνια [[λαμπρότητα]] (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «ἡ [[παραυτίκα]] [[ἐλπίς]]» — η πρόσκαιρη [[ελπίδα]] (<b>Ξεν.</b>)<br />γ) «τὸ [[παραυτίκα]] ἡδύ» — η εφήμερη [[ευχαρίστηση]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐτίκα]] «[[ευθύς]], [[αμέσως]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:45, 14 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A = πάραυτα, A.Supp.767, Hdt.2.89, 6.35, etc. ; ἢ καὶ π. ἢ χρόνῳ E.Fr.273 ; τὸ π. Hdt.1.19, 7.137, Ar.V.833, etc. ; ἐκ τοῦ π. Plu.Cor.20 ; ἐν τῷ π. Th.2.11, Pl.Phdr. 240b, etc. 2 with Substs., Ἅιδην τὸν π. ἐκφυγεῖν present death, E.Alc. 13 ; ἡ π. λαμπρότης momentary splendour, Th. 2.64 ; ἡ π. ἐλπίς Id.8.82 ; αἱ π. ἡδοναί X. Cyr.1.5.9, 8.1.32 ; τὸ π. ἡδύ Pl.Phdr.239a.
German (Pape)
[Seite 505] adv., = Vorigem; Aesch. Suppl. 748; Ἅιδην τὸν παραυτίκα ἐκφυγεῖν, Eur. Alc. 12; τὸ παρ., Her. 1, 19. 7, 137; εἰ δέ τις τὸ παρ. μὴ ἐθέλοι συμμαχεῖν, Thuc. 2, 64; τὴν παρ. ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, 8, 82; ἐν τῷ παραυτίκα, für den Augenblick, momentan, Plat. Phaedr. 240 b; στέρεσθαι τοῦ παραυτίκα ἡδέος, 239 a, vgl. Heind. zu Prot. §. 106; bes. von dem Vergnügen, das man auf der Stelle leicht genießen kann, das aber eben so schnell vergeht, vgl. Xen. Cyr. 1, 5, 9. 8, 1, 32, ὁ ὑπὸ τῶν παρ. ἡδονῶν ἑλκόμενος, im Ggstz von ὁ προπονεῖν ἐθέλων τῶν εὐφροσυνῶν; auch Dem. ἡ παρ. ἡδονή, 6, 27, wo entgeggstzt ist τό ποθ' ὕστερον συνοίσειν μέλλον, vgl. 3, 22; ἡ παρ. ἡσυχία, 17, 13; Isocr. 1, 17; λέγειν ἐκ τοῦ παραυτίκα, aus dem Stegereif, Alcid. de soph. p. 674, 31 u. öfter; Pol. 4, 32, 1; παρ. μὲν εὐθέως συνέβη, 35, 1, 13; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
παραυτίκᾰ: Ἐπίρρ., παρευθύς, Λατ. illico, (πρβλ. τὸ προηγ.), Ἡρόδ. 2. 89., 6. 35, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 767, κλ.· ἢ καὶ π. ἢ χρόνῳ Εὐρ. Ἀποσπ. 275· ὡσαύτως, τὸ π. Ἡρόδ. 1. 19., 7. 137, κτλ.· ὁμοίως, ἐκ τοῦ π. Πλουτ. Κοριολ. 20· ἐν τῷ π. Θουκ. 2. 11, Πλάτ. Φαῖδρ. 240Β, κτλ. 2) μετὰ οὐσιαστικῶν πρὸς δήλωσιν βραχείας διαρκείας, Ἄιδην τὸν π. ἐκφυγεῖν, τὸν παρόντα, τὸν ἀμέσως ἐπικείμενον θάνατον, Εὐρ. Ἄλκ. 13· ἡ π. λαμπρότης, στιγμιαία, ὀλιγοχρόνιος, Θουκ. 2. 64· ἡ π. ἐλπὶς ὁ αὐτ. 8. 82· αἱ π. ἡδοναὶ Ξενοφ. Κύρ. 1. 5, 9., 8. 1, 32· τὸ π. ἡδὺ Πλάτ. Φαῖδρ. 239Α.
French (Bailly abrégé)
adv.
à l’instant même, sur-le-champ, aussitôt ; τὸ παραυτίκα HDT, ἐκ τοῦ παραυτίκα PLUT, ἐν τῷ παραυτίκα (χρόνῳ) THC, m. sign. ; ἡ παραυτίκα ἐλπίς THC l’espérance du moment.
Étymologie: παρά, αὐτίκα.
English (Strong)
from παρά and a derivative of αὐτός; at the very instant, i.e. momentary: but for a moment.
English (Thayer)
(cf. Buttmann, § 146,4), adverb, for the moment: Xenophon, Plato, and following.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(επίρρ. χρον.) αμέσως, ευθύς, πάραυτα (α. «καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἔφυγον παραυτίκα», Πρόδρ.
β. «ἤ καὶ παραυτίκα ἤ χρόνῳ», Ευρ.)
αρχ.
1. (ενάρθρως) τὸ παραυτίκα
ευθύς («καὶ τὸ παραυτίκα μὲν λόγος οὐδεὶς ἐγένετο», Ηρόδ.)
2. (με ουσ.) δηλώνει σύντομη διάρκεια ή γεγονός που επίκειται («ὁ παραυτίκα Ἄιδης» — ο παρών, ο επικείμενος θάνατος, Ευρ.)
3. (ποσ.) μόλις («τὸ γὰρ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως», ΚΔ)
5. φρ. α) «ή παραυτίκα λαμπρότης» — η στιγμιαία, η ολιγοχρόνια λαμπρότητα (Θουκ.)
β) «ἡ παραυτίκα ἐλπίς» — η πρόσκαιρη ελπίδα (Ξεν.)
γ) «τὸ παραυτίκα ἡδύ» — η εφήμερη ευχαρίστηση (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + αὐτίκα «ευθύς, αμέσως»].
Russian (Dvoretsky)
παραυτίκᾰ: (ῐ) adv. (преимущ. τὸ π.) теперь же, в настоящий момент, сейчас, тотчас же: ἐκ τοῦ π. Plut. и ἐν τῷ π. Thuc. в данную минуту, немедленно, тут же: τὸ π. ἡδύ Plat. минутное наслаждение; ἡ π. ἐλπίς Thuc. блеснувшая в этот момент надежда.
Middle Liddell
1. immediately, forthwith, straightway, Lat. illico, Hdt.; also, τὸ π. Hdt.; ἐν τῷ π. Thuc.
2. with Substantives, to express brief duration, Ἅιδην τὸν π. present death, Eur.; ἡ π. λαμπρότης momentary splendour, Thuc.; ἡ π. ἐλπίς Thuc.